Η Ελληνική γλώσσα στα Βαλκάνια

Μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στις γειτονικές βαλκανικές χώρες από το 1990 παρουσιάσθηκε για τη χώρα μας μια ιστορική ευκαιρία να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή βοηθώντας για την θέσπιση και λειτουργία δημοκρατικών θεσμών στις γειτονικές χώρες, προωθώντας την ιδέα της βαλκανικής συνεργασίας(1) με ταυτόχρονη προβολή της Ευρωπαϊκής προοπτικής. Η Ελλάδα ήταν ήδη μέλος της Ε.Ε και του ΝΑΤΟ, με υψηλό βιοτικό επίπεδο και σταθερούς δημοκρατικούς θεσμούς και οι επιστημονικές τάξεις των γειτονικών χωρών σαν ηλιοτρόπια έγερναν προς τη χώρα μας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στην ιδρυτική συνέλευση της «Ένωσης Βαλκανικών Δικηγορικών Συλλόγων» που έγινε τον Ιούνιο του 1995 στην Θεσσαλονίκη την ομιλία του προέδρου του δευτεροβαθμίου δικηγορικού συλλόγου Αλβανίας Κλεάνθη Κότσι που έλεγε «εμείς είμαστε σαν παιδιά 5-6 χρονών. Πάρτε μας από το χέρι να μας δείξετε τον δρόμο».

Αυτή την εποχή υπήρχε και έντονο ενδιαφέρον στις γειτονικές χώρες για εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας. Για να γίνω κατανοητός ενδεικτικά μόνο θα αναφέρω στοιχεία που περιέχονται σε παλιότερο άρθρο της Στόϊνας Πορομάνσκα, καθηγήτριας του τμήματος Νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Σόφιας σύμφωνα με το οποίο κάθε χρόνο πάνω από 2.500 νέοι στη Βουλγαρία συναγωνίζονται για να εισαχθούν στο τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας του Παν/μίου της Σόφιας που ιδρύθηκε το 1993 και όπου τελικά εισάγονται μόνο 25 άτομα.(το 1996/97 οι υποψήφιοι ήταν 2.055,το 1997/98 2.900,το1999/00 2.385,το 2000/2001 2.519,το 2002/2003 2.682. Για το αντίστοιχο τμήμα Αγγλικής φιλολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο οι υποψήφιοι είναι κάθε χρόνο περίπου 800-900,δηλαδή σχεδόν το 1/3 των υποψηφίων για την Ελληνική φιλολογία.

Η είδηση επιβεβαιώνει αυτό που κατ’ επανάληψη έχει διαπιστωθεί και για Βουλγαρία και για FYROM και για Αλβανία, ότι δηλαδή οι γείτονες διψούν για εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας και για άλλους λόγους αλλά και για να διεκδικήσουν οι νέοι των χωρών αυτών μια θέση εργασίας στις χιλιάδες Ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στα Βαλκάνια.

Δυστυχώς οι κάθε λογής αρμόδιοι στη χώρα μας δεν είχαν όραμα και δεν φρόντισαν να αξιοποιηθούν οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Στις βόρειες γειτονικές χώρες υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες πολίτες Ελληνικής καταγωγής που μιλούν μόνο προφορικά την Ελληνική γλώσσα και θα ήθελαν να την μάθουν καλύτερα ενώ παράλληλα εκατομμύρια πολιτών από αυτές τις χώρες θα ήθελαν να μάθουν Ελληνικά κυρίως για να αναζητήσουν εργασία στις Ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιήθηκαν στις χώρες αυτές μετά το 1990 και οι οποίες σε διευθυντικές θέσεις τουλάχιστον αναζητούν στελέχη από την τοπική αγορά με επιθυμητό προσόν και τη γνώση της Ελληνικής γλώσσας. Γι αυτό κι΄ όσοι νέοι από αυτές τις χώρες είχαν έλθει για σπουδές σε Ελληνικά ΑΕΙ μετά το 1990 ήδη εργάζονται στις χώρες τους ως διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων Ελληνικών συμφερόντων(3).

Όλες οι Ελληνικές κυβερνήσεις μοιρολατρικά παρακολούθησαν τις εξελίξεις και ελλείψει οράματος και πολιτικής βούλησης από όσους άσκησαν εξουσία, πέρασαν τόσα χρόνια χωρίς να δημιουργηθεί κάτι αντίστοιχο του Ινστιτούτου Γκαίτε, η του Γαλλικού Ινστιτούτου που να ιδρύσει κέντρα διδασκαλίας Ελληνικής γλώσσας στις γειτονικές χώρες που θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί σε κάποιο βαθμό η Ελληνική γλώσσα βαθμιαία γλώσσα εργασίας της περιοχής όπως την εποχή του Ρήγα Φεραίου και να ακτινοβολεί ο Ελληνισμός. Βεβαίως υπάρχουν κάποια φροντιστήρια Ελληνικής γλώσσας (π.χ. στο Μοναστήρι των Σκοπίων υπάρχουν 3 φροντιστήρια Ελληνικής γλώσσας) σε όλες τις χώρες που στηρίζουν και κάποιοι φορείς σωματειακής μορφής από την Ελλάδα αλλά όσο κι αν είναι αξιέπαινη η προσπάθεια αυτή δεν μπορεί να καλύψει το κενό ενώ θα έπρεπε να υπάρχει και πρόγραμμα χορήγησης υποτροφιών για μεταπτυχιακές σπουδές πτυχιούχων ΑΕΙ από αυτές τις χώρες σε Ελληνικά ΑΕΙ. Εμείς αντί αυτού, ακόμη και σε μερικές δεκάδες νέων ομογενών Σαρακατσάνων από τη Βουλγαρία που ήλθαν για σπουδές στο ΑΠΘ ζητήσαμε δίδακτρα… ελλείψει νομοθετικής ρύθμισης.
Τα ανωτέρω αποτελούν μια πτυχή μόνο της ιστορικής ευκαιρίας που παρουσιάσθηκε για τον Ελληνισμό μετά το 1990 αλλά χάθηκε αναξιοποίητη με ευθύνη του πολιτικού κόσμου.

Το θλιβερό είναι ότι η χώρα μας εδώ και 5 χρόνια είναι απούσα και δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις στα Βαλκάνια ενώ το κενό καλύπτεται μεθοδικά από την Τουρκία. Γνωρίζοντας τη Βαλκανική πραγματικότητα και διατηρώντας πλέγμα φιλικών σχέσεων με τον επιστημονικό κόσμο σε αρκετές βαλκανικές χώρες νομίζω πως μετά το εγκληματικό λάθος της μη αξιοποίησης της ιστορικής ευκαιρίας να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστικό ρόλο η χώρα μας στην περιοχή, τώρα με την απουσία της από τις εξελίξεις διαπράττει δεύτερο λάθος γιατί το κενό καλύπτεται από την Τουρκία και σύντομα θα αντιμετωπίσουμε προβλήματα και σε αυτή την περιοχή. Γι΄ αυτό επιβάλλεται η παρουσία μας στην περιοχή και η χάραξη βαλκανικής πολιτικής με όραμα, με την χώρα μας να λειτουργεί ως παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας με προβολή της Ευρωπαϊκής προοπτικής αλλά και στήριξη και αξιοποίηση των διαβαλκανικών ενώσεων που δημιουργήθηκαν πριν 15-20 χρόνια με έδρα την Θεσσαλονίκη και είχαν συμβάλλει σε κάποια άμβλυνση αντιθέσεων με την επαφή και συνεργασία επιστημονικών φορέων από Βαλκανικές χώρες.

Σημειώσεις:
1) Για τα αποτελέσματα προσπαθειών βαλκανικής συνεργασίας βλ.Δημήτρη Γαρούφα «Με το βλέμμα στο μέλλον» εκδ. ΙΑΝΟΣ 2014 σελ.145-156

2) βλ. περιοδικό του ΟΔΕΓ «Ελληνική Διεθνής γλώσσα» τ.Ζ ,τ.8, σελ.408

3) μετά το 1990 ήρθαν για σπουδές σε Ελληνικά ΑΕΙ δεκάδες παιδιά Σαρακατσάνων από Βουλγαρία και αρκετά από αυτά μετά τις σπουδές τους επέστρεψαν και εργάζονται ως διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων.

Ο Δημήτρης Γαρούφας είναι δικηγόρος-συγγραφέας, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης

{{-PCOUNT-}}12{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα