Η Μεγάλη Ιδέα ως αντίβαρο στην πολιτική ανεπάρκεια

«Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι σε όλο το δυτικό κόσμο η μεγάλη μάζα των διανοουμένων είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από το κεφάλαιο ή από την εξουσία. Οι μηχανισμοί είναι γνωστότατο. Η εύνοια, η συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα, η παροχή υπηρεσιών με την τυπική ιδιότητα του συμβούλου, του τεχνοκράτη, του εμπειρογνώμονα ή ακόμα και του γκουρού, κατέστησαν την διανόηση επάγγελμα», Κ. Τσουκαλάς.

Η «Μεγάλη Ιδέα του ‘Έθνους» [1] αντιπροσώπευε την προσπάθεια του Ελληνισμού να ενσωματώσει τους Ελληνικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας-Χαλιφάτου στο νεοελληνικό κράτος. Το νέο Ελληνικό Βασίλειο οικοδομήθηκε ιδεολογικά πάνω στον άξονα της αντιπαλότητας του Ελληνισμού με το Οθωμανικό Χαλιφάτο, ενώ η Μεγάλη Ιδέα δικαιώθηκε ιστορικά μετά 90 περίπου χρόνια μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Η Μεγάλη Ιδέα υιοθετήθηκε ως επίσημη κρατική ιδεολογία από τον νεαρό Βασιλέα Όθωνα [2] και ενταφιάστηκε οριστικά μετά την Τουρκική εισβολή και την ήττα στην Κύπρο το 1974. Οι μάχες της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο οριοθετούν την τελευταία προσπάθεια του Ελληνισμού για την ενοποίηση του, η οποία θα αρχίσει το 1821 και θα περατωθεί 154 χρόνια μετά με τίμημα την ζωή εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων [3].
Επιπροσθέτως, η ευτυχής συγκυρία του κινήματος του Ρομαντισμού, που εκφράσθηκε με την ανάγκη φυγής των διανοουμένων από την βίαιη κοινωνική πραγματικότητα του δεκάτου ογδόου αιώνος μέσω της πνευματικής αναζήτησης μιας ουτοπικής αρχαίας Ελληνικής «Αρκαδίας», θα δικαιολογούσε ιδεολογικά την θεμελίωση του νέου Ελληνικού κράτους πάνω στην ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού, ενώ ταυτόχρονα θα ικανοποιούσε την ανάγκη κρατικής ιδεολογίας που θα ακάλυπτε τις υπαρξιακές ανάγκες όχι μόνο του λαού, ο οποίος θα έφερε το βάρος της υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας, αλλά και αυτές της κυρίαρχης αστικής τάξης, που θα έπρεπε να δικαιολογεί τις πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις της.

Το μέγεθος της τιτάνιας προσπάθειας του Ελληνισμού μπορεί να κατανοηθεί συγκρινόμενο με την προσπάθεια ενοποίησης της Ιταλίας (Risorgimento) υπό τους Cavour και Garibaldi, που πραγματοποιήθηκε σε 20 μόλις χρόνια και κόστισε στο Ιταλικό έθνος έξη χιλιάδες νεκρούς [3]. Παρά την δυσαναλογία των δυο παράλληλων εγχειρημάτων, η Ιταλία καθημερινά υπενθυμίζει στον λαό της την εθνική του προσπάθεια μέσω του μεγαλοπρεπέστατου μνημείου Altare della Patria στην Ρώμη.
Σήμερα, παρά την αρνητική αναφορά στην Μεγάλη Ιδέα από την αριστερά και τους πολιτικούς εκπροσώπους της ελληνόφωνης επαρχιακής αστικής τάξης, είναι γενικά αποδεκτό στην συνείδηση του λαού ότι η Μεγάλη Ιδέα και το προηγηθέν ιδεολογικό κίνημα του «Νεοελληνικού Διαφωτισμού» είναι αποκλειστικά υπεύθυνα για την δημιουργία και την πορεία του Ελληνικού Έθνους-Κράτους, που δεν θα μπορούσε διαφορετικά να επιβιώσει σε μία εποχή εθνικών αντιπαλοτήτων και διεκδικήσεων.

Η σημασία της ύπαρξης ενός γενικά αποδεκτού ιδεολογήματος για την συλλογική επιβίωση ενός έθνους μπορεί να κατανοηθεί μέσω της ιδεολογικής σύγκρουσης του Ελληνισμού, μετά την Μικρασιατική καταστροφή, μεταξύ της πολιτικής αρχής της συνεχείας του έθνους-κράτους με τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο, που αντιπροσώπευε η Παλαιά Ελλάδα και του Βυζαντινού κόσμου που αντιπροσώπευαν οι Ελληνικοί πληθυσμοί που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά το 1922 και αυτοί των «Νέων Εδαφών». Η ιδεολογική σύγκρουση έφτασε στην κορύφωση της με τον εθνικό διχασμό και τον εμφύλιο πόλεμο, παρά το γεγονός ότι ο Ιωάννης Μεταξάς προσπάθησε να γεφυρώσει ανεπιτυχώς τα δυο ιδεολογικά ρεύματα μέσω του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού».

Το οριστικό τέλος της Μεγάλης Ιδέας το 1974 άφησε την χώρα ιδεολογικά γυμνή. Η επιτακτική ανάγκη εθνικού επαναπροσανατολισμού θα εκαλύπτετο αφενός με το εγχείρημα της συμμετοχής της χώρας στην τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα και αφετέρου με την αποδόμηση των επί μέρους ιδεολογημάτων της Μεγάλης Ιδέας, μέσω του ιστορικού αναθεωρητισμού και της αμφισβήτησης της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, που από το 1974 μέχρι σήμερα αποτελούν την αιχμή του δόρατος της κρατικής ιδεολογίας και της πολιτικής θέσης όλων σχεδόν των κομμάτων.

Η απουσία εθνικού ιδεολογήματος είχε σαν συνέπεια στα πέτρινα χρόνια της Πασοκοκρατίας, η οποιαδήποτε αναφορά στην Ελληνικότητα ή στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο να θεωρείται αναχρονισμός και ακραίος φασισμός, ιδίως στους Ακαδημαϊκούς κύκλους οπού η λέξη Έλλην εθεωρείτο ισοδύναμη του φασίστα. Ο ιστορικός εκφυλισμός και οι ιδεολογικές ακρότητες της μεταπολίτευσης, συνεπικουρούμενες και από πακτωλό χρημάτων από τα Ευρωπαϊκά προγράμματα και τις ΜΚΟ, οδήγησαν στην υιοθέτηση από το επίσημο Ελληνικό κράτος των ιδεολογημάτων του «Συνωστισμού» ως επίσημων κρατικών ιδεολογιών, εκφραζομένων μέσα από την αφαίρεση της λέξης «Εθνικό» από την επωνυμία των κρατικών φορέων και από την πληθώρα των ανθελληνικών δηλώσεων και πρακτικών των πολιτικών στελεχών, όχι μόνον της αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ΝΔ (Ο καθένας έχει το δικαίωμα να καίει την Ελληνική σημαία). Οι ιδεολογικές διαλεκτικές αντιφάσεις του Ελληνικού κράτους σήμερα αποτυπώνονται εύλογα στα σχολικά βιβλία, που τυπώθηκαν πριν από πέντε περίπου χρόνια, ένθα τα Σκόπια αναφέρονται ως Μακεδονία. Ο ανθελληνισμός λοιπόν στην Ελλάδα αποτελεί μέχρι σήμερα την επίσημη κρατική ιδεολογία, ενώ αργά και σιωπηλά πραγματοποιήθηκε η μετατροπή της χώρας από ελεύθερο και ανεξάρτητο Έθνος-Κράτος σε μία πολιτικά, ιδεολογικά, οικονομικά και κοινωνικά νεκρή επαρχία της Ευρώπης υπό Γερμανική κηδεμονία.

Η κρατική ανθελληνική ιδεολογία, υπό το πρόσχημα καταπολέμησης του φασισμού και του εθνικισμού δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την εξαθλίωση της αστικής τάξης, η οποία μετά την Γαλλική επανάσταση υπήρξε ο φορέας της πολιτικής αρχής του Έθνους- Κράτους. Αυτή υλοποιείται σήμερα με την απαξίωση της εργασίας και της δήμευσης της ιδιωτικής περιουσίας (ΕΝΦΙΑ) μετατρέποντας τους αστούς από ιδιοκτήτες σε άνεργους ενοικιαστές. Σήμερα στην Ελλάδα, η επιβολή απουσίας ιδεολογικού εθνικού προσανατολισμού από το καλά αμειβόμενο πολιτικό σύστημα, έχει αντικατασταθεί από ένα θολό μείγμα ιδεολογημάτων «Διαχείρισης Εξουσίας» και «Ψευδό-Διεθνισμού» με σκοπό το ίδιον όφελος. Η συνειδητή απουσία ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδιασμού οικονομικής ανάπτυξης, πλέον της φορομπηχτικής πολιτικής που αφανίζει την μεσαία τάξη, επιδιώκει να διαιωνίσει τα προνόμια των πολιτικών και οικονομικών ελίτ στο διηνεκές [4].

Ταυτόχρονα, το πολιτικό σύστημα απονεύρωσε την χώρα από την οποιαδήποτε προοπτική οικονομικής ανάπτυξης μέσω της απαξίωσης της παιδείας και της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας με τον ταυτόχρονο εξοβελισμό τους από την συλλογική λειτουργία του κράτους. Το πλέον σημαντικό στοιχειό της εθνικής αποδόμησης εστιάζεται στην εξάλειψη της υπολειπόμενης «Εθνικής Αυτοπεποίθησης» που έχει απομείνει στον λαό, μέσω της συστηματικής προώθησης του μύθου ότι «μόνο τα άλλα έθνη μπορούν να πραγματοποιούν επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα και να παράγουν πολιτισμό», ή της διατύπωσης του ερωτήματος « γιατί να παράγονται μηχανές στην Ελλάδα αφού τις φτιάχνουν οι Γερμανοί».

Το αποτέλεσμα των ως άνω πολιτικών πρακτικών είναι να καλλιεργείται σκόπιμα στην χώρα ο τεχνολογικός αναλφαβητισμός (σύνδρομο του «Σιδερένιου Αλόγου») με την ταυτόχρονη αποδήμηση από την χώρα της εφευρετικότητας και την συνακόλουθη μετοίκιση πεντακόσιων χιλιάδων νέων επιστημόνων στο εξωτερικό. Τα μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα έχει ναρκοθετήσει και υπονομεύσει την όποια μελλοντική οικονομική ανάπτυξη, αφού έχει στερήσει από την χώρα την παραγωγή τεχνολογικών προϊόντων σε ένα διεθνές συγκρουσιακό περιβάλλον σκληρής επιβίωσης.
Στον αντίποδα των Ελληνικών Βαλκανικών τακτικών πρακτικών και ιδεοληψιών του πολιτικού συστήματος ευρίσκεται το Τουρκικό παράδειγμα. Ήταν αρκετή η κατανόηση της ισχύος και της σημασίας της «Ιστορικής Συνέχειας» και του «Παρελθόντος» ενός έθνους καθώς και του «Πολιτισμικού Υποβάθρου» από τους μεγαλοφυείς Αχμέτ Νταβούτογλου και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ώστε να δημιουργήσουν την εθνική ιδεολογική βάση του «Στρατηγικού Βάθους» [5] που θα μετέτρεπε την Τουρκία από αγροτική και υποανάπτυκτη χώρα σε μια παγκόσμια οικονομική δύναμη σε 15 μόλις χρόνια, μέσω της υιοθέτησης της επιστήμης και της τεχνολογίας στην συλλογική εθνική ζωή της χώρας.

Το πρόβλημα της Ελλάδας σήμερα δεν είναι μόνο οικονομικό. Άλλωστε η χώρα δεν μπορεί να επιβιώσει οικονομικά εντός ή εκτός του Ευρώ χωρίς παραγωγική βάση. Τα Ελληνικό πρόβλημα κυρίως εστιάζεται στην απουσία εθνικού ιδεολογήματος που θα κινητοποιήσει και πάλι τον λαό ώστε να δημιουργήσει πνευματικά και να αντισταθεί στην λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης. Η νέα Μεγάλη Ιδέα του έθνους δεν μπορεί να είναι άλλη από την καλλιέργεια μίας συλλογικής εθνικής συνείδησης και ιστορικής αυτογνωσίας που θα τονώσει και πάλι την αυτοπεποίθηση του λαού για να μετασχηματίσει την παιδεία και να δημιουργήσει επιτέλους μια εθνική τεχνολογική και επιστημονική βάση παραγωγής προϊόντων πράττοντας το αυτονόητο, δηλαδή να αντιγράψει τις πολιτικές πρακτικές της Ευρώπης στην παιδεία και την τεχνολογική έρευνα [6] χωρίς αναφορές στα μεταπολιτευτικά ιδεολογήματα.

[1] E. Driault, «Η Μεγάλη Ιδέα», Εκδόσεις Κάτοπτρο, 1998.
[2] W. Seidl «Οι Βαυαροί στην Ελλάδα», Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1984
[3] D. Dakin, «Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1998.
[4] D.Agemoglu, J. A. Robinson, «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη», Εκδόσεις Λιβάνη, 2013.
[5] Achmet Davutoğlu, «Το στρατηγικό βάθος», Εκδόσεις Ποιότητα, 2010.
[6] P. Rossi, «Η γένεση της σύγχρονης επιστήμης στην Ευρώπη», Ελληνικά Γράμματα, 2004.

{{-PCOUNT-}}13{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα