Είμαι φίνο φανταράκι

Μην ακούτε αυτά που λένε ότι δεν υπάρχει «Ο καλός Θεός της Ελλάδος». Όχι. Και ανέκαθεν υπάρχει και θα συνεχίζει να υπάρχει και θα μας φροντίζει. Τώρα μερικοί θα νομίσουν ότι τα γράφω αυτά, για να πικάρω τον κ. Φίλη και τους ξύπνιους, που έφαγαν κρέας την Μ. Παρασκευή (εγώ θα τους προκαλούσα να πάνε να φάνε χοιρινό σε ένα χοτ σποτ…). Μηδέν και τη Δευτέρα με τον κηδεμόνα σας.
Ουδεμία διάθεση έχει η ταπεινότητά μου να τα βάλει με τον ογκόλιθο της διανόησης κ. Φίλη. Μακριά από μένα τέτοιες κακοτοπιές.
Άλλα πράγματα με έπεισαν ότι για τη γαλανή (διαγράφεται η «γαλανή», γιατί θα τσαντιστεί ο κ. Μουζάλας), Πατρίδα μας (διαγράφεται το «Πατρίδα», γιατί θα ζοχαδιαστεί ο κ. Μπαλαούρας), υπάρχει ακόμη ελπίδα και θα αναστηθεί, όπως ο εκ της τέφρας του αναγεννώμενος Φοίνικας (διαγράφονται όλα, ως χουντικά).
Εξηγούμαι.

Εκεί κατά την Μ. Τετάρτη, είπαμε με το στεφάνι μου να πάμε να αγοράσουμε το αρνί μια και το καλεί το έθιμο. Τώρα θα μου πείτε ότι και το σούβλισμα το καλεί το έθιμο, αλλά αυτό το έχει αναλάβει για όλους μας η «πρώτη φορά αριστερά»…
Πάμε λοιπόν στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς μας και τι να δούμε; Κάτι ταμπελάρες σαν την πλατεία Συντάγματος, με κάτι γράμμα σαν την οδό Σταδίου, να αναγγέλλουν περιχαρείς: «Αρνιά Ελληνικά 2 € το κιλό». Κουνάω λίγο το κεφάλι μου, κάνει γκλάν – γκλάν, έτσι άδειο που είναι και αρπάζω από τους ώμους και ταρακουνάω το εμβρόντητο στεφάνι μου.

-Τι έπαθες Χριστιανέ μου ουρλιάζει η συμβία μου με το μάτι της καρφωμένο στα 2 €.
-Ρε είμαστε ξυπνητοί ή κοιμόμαστε και βλέπουμε το ίδιο όνειρο; Βλέπεις ό,τι βλέπω; 2 ευρώ το αρνάκι;
Το βλέπω, αλλά και χωρίς το ταρακούνημα, πάλι θα το έβλεπα.
Φίλησα το στεφάνι μου και πιστεύοντας ότι ή κάποιο λάθος θα είχε γίνει ή κάποια προσφορά θα πετύχαμε (εμείς που κάθε 10 χρόνια και αν πιάνουμε τον «λήγοντα» στο λαχείο…) σπεύσαμε να αγοράσουμε το αρνί. Και συνεχίσαμε αυτήν την περιήγηση στο κατάστημα, όπου διαπιστώσαμε ότι όλες οι τιμές είχαν πάρει την κατηφόρα και όχι – ως συνήθως – την ανηφόρα.

-Μπορείς να μου το εξηγήσεις αυτό; Ζήτησα πάλι τα φώτα της γυναίκας μου.
-Γιατί να το εξηγήσω; Άστο ανεξήγητο. Σαν ούφο να πούμε.

Αυτό το περίεργο κρεσέντο, συνεχίστηκε και τις άλλες μέρες. Να κάτι βουτιές σαν ψάρια τα κολοκυθάκια, να κάτι κατρακύλες σαν βαρελάκια οι πατάτες, να κάτι τιμές με αυτοκτονικές τάσεις στα ζαχαροπλαστεία και, τέλος πάντων, όλες οι τιμές των πάσης φύσεως αγαθών, δεν πιανόντουσαν στο κατήφορο.

-Ρε τι γίνεται εδώ πέρα; Ρώτησα πάλι τη γυναίκα μου, η οποία ως πιο πρακτικός άνθρωπος, απεφάνθη:
-Ό,τι καλό γίνεται, καλώς καμωμένο…
-Σωστή και πρόσβαρη η κουβέντα της.

Το Μ. Σάββατο, ξεκινήσαμε για το εξοχικό μας (διευκρίνιση προς την Εφορία: Για ένα λυόμενο του 1960 πρόκειται, δηλαδή για ένα κωλόσπιτο, που έλεγε και ο Βαγγέλας…), κάπου στην Ανατολική Αττική.
Στο πρώτο βενζινάδικο, σταματάμε να βάλουμε καμμιά 20αριά λίτρα βενζίνη, ώστε να πάμε να έρθουμε και να το αράξουμε, για τον Δεκαπενταύγουστο πιά.
Νέο σοκ στο βενζινάδικο. Η ταμπέλλα έγραφε: «Αμόλυβδη 320». Μπα, σκέφτηκα, θα έχει χαλάσει το «1» και αντί για «1.320» γράφει «320» και λέω στον Πακιστανό που έσπευσε να μας εξυπηρετήσει, να μου βάλει 20 λίτρα, ενώ με την άκρη του ματιού μου βλέπω στην γωνία έναν ΜΚΟ, να παρακολουθεί την σκηνή. Πρόθυμο το παιδί τελειώνει και μου λέει:
-6 ευρώ και 40 λεπτά.
-Ρε φίλε με δουλεύεις; Δεν σου είπα να μου βάλεις αέρα στα λάστιχα, αλλά βενζίνη στο ρεζερβουάρ.
-6 ευρώ και 40 λεπτά κύριος, ψιλοαγριεύει ο Πακιστανός, ενώ ο ΜΚΟ αρχίζει να αναμοχλεύεται .

Σκέφτηκα ότι δεν είναι καιρός να μπλέκεις με τις ΜΚΟδες και να πας στο αυτόφωρο διότι βασάνισες λαθρομετανάστη. Γυρεύεις τώρα; Έτσι πληρώνω και κόβω ρόδα μυρωμένα.
Στα διόδια της Μαλακάσας, άλλες ομορφιές. Βγάζω τα 3,5 ευρώ και τα δίνω στον ευγενέστατο (άλλο παράδοξο τούτο) υπάλληλο, ενώ ενδομύχως εύχομαι να τα φάει ασπιρίνες αυτός που τα εκμεταλλεύεται. Και ενώ βρισκόμουν στο φινάλε με το «ου να μου χαθείτε λωποδύτες», ακούω την γλυκιά φωνή του υπαλλήλου:

-Πολλά μου δώσατε κύριε. Το αντίτιμο είναι 50 λεπτά.
Μη έχων και πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στην ακοή μου, του ζητώ ευγενικά (κι’ εγώ) να επαναλάβει.
-50 λεπτά κύριε.
-Τι λες βρε παιδί μου και από πότε αυτό;
-Από την Μ. Τετάρτη το πρωί.

Έκανα τον σταυρό μου προσέχοντας μήπως με παρακολουθεί κανένας εγκάθετος κάποιας ΜΚΟ και παρεξηγηθώ και πάτησα γκάζι.
Έφτασα στο εξοχικό (θυμίζω στην αγαπητή κυρία Εφορία την παραπάνω διευκρίνιση ότι πρόκειται περί κωλόσπιτου, μπας και νομίσει ότι φθάσαμε στα θερινά ανάκτορα του Τσάρου) και βάλθηκα να χαλάω τον κήπο, αφού οι κηπουρικές γνώσεις μου ξεκινούν από το άσκοπο κλάδεμα και τελειώνουν στο άσκοπο κλάδεμα.
Εκείνη την ώρα, να και ο γείτονάς μου ο κύριος Περικλής, που εργάζεται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Αφού ανταλλάξαμε τις καθιερωμένες ευχές, του ανέφερα τις εμπειρίες μου των τελευταίων ημερών, σχετικώς με την φθήνια που επικρατεί σε όλα τα επίπεδα.

-Μα αγαπητέ μου δεν τα μάθατε; Ρώτησε με περισσό καμάρι.
-Τι να μάθω δηλαδή;
-Μα αγαπητέ μου φίλε αυτό είναι δικό μας κατόρθωμα.
-Ποιών ακριβώς δηλαδή;
-Του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που χάρις στις άοκνες προσπάθειες των Διευθυντών του, των Υποδιευθυντών του, των Εισηγητών του (Α΄ και Β΄), των Γραφέων του (Γ΄ και Δ΄) και όλων τέλος πάντων των ανθρώπων του, πέτυχε το ακατόρθωτο.
-Δηλαδή τι πετύχατε άνθρωπέ μου, τον ρώτησε με αρκετή δυσφορία.
-Να βρούμε λεφτά φίλε μου, διότι όντως λεφτά υπάρχουν.
-Και τα βρήκατε;
-Βεβαίως. Φίλτατε το ΓουΛουΚου, γι’ αυτό υπάρχει για να αγρυπνά για το καλό σας. Για να σας φροντίζει. Ξέρετε τι διασπάθιση χρημάτων γινόταν; Ξέρετε ότι κάθε στρατιώτης έπαιρνε παρανόμως δώρο Πάσχα 4,20 ευρώ;
-Με συγχωρείτε αυτά τα χρήματα βρήκατε; Αυτή ήταν η διασπάθιση;
-Βεβαίως, τι νομίζετε, ότι θα μας ξέφευγαν;
-Δηλαδή τα 4,20 ευρώ που έπαιρνε ως Δώρο του Πάσχα ο Στρατιώτης που φυλάει στα νησιά και τον Έβρο ή ο Ναύτης που θαλασσοπνίγεται στα πελάγη ή ο Σμηνίτης που αγρυπνά στα ραντάρ και στις πίστες, ήταν αυτά που έριξαν την οικονομία μας έξω και όχι οι οφ σορ εταιρίες, οι λίστες, οι μίζες, οι ρεμούλες και τα άλλα ωραία;
-Ακριβώς.
-Αμ τότε επιτρέψτε μου να σας συγχαρώ. Δηλαδή οι Ένοπλες Δυνάμεις για ακόμη μία φορά έσωσαν την Ελλάδα;
Έκανε πως δεν άκουσε και απομακρύνθηκε.

Από μακριά ακουγόταν το άσμα του Ζαμπέτα: «Είμαι φίνο φανταράκι κι’ έχω ένα μικρό μεράκι….οαααααααααα ξεφτίλες».

Και του χρόνου.

Χρήστος Μπολώσης. Υποστράτηγος ε.α.

{{-PCOUNT-}}16{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα