ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΕΛΙΟΣ

In memoriam Τον Αλέξανδρο τον γνώριζα εδώ και ακριβώς τριάντα ένα (31) χρόνια, από την εποχή της ίδρυσης της «Δημοκρατικής Ανανέωσης» του Κωστή Στεφανόπουλου (Σεπτέμβριος 1985), στον κλειστό πολιτικό κύκλο του οποίου βρεθήκαμε εξ αρχής μαζί με πέντε-έξι άλλους φίλους μας. Άνθρωπος βαθύτατης και εκτενέστατης παιδείας, σπούδασε φιλοσοφία στην Γαλλία, αν και ο πολύς κόσμος τον γνώριζε ως δημοσιογράφο, κυρίως από τις προκλήσεις του στα κακώς κείμενα λαού και αρχόντων, στην προσπάθειά του να καταδείξει την άρνησή τους να δουν τα μούτρα τους μπροστά στον καθρέφτη.

Έφυγε χθες, 5 Σεπτεμβρίου 2016, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη ένα πρόσφατο, λιτό ποιητικό έργο, το οποίο, ανταποκρινόμενος στην επιθυμία του, είχα την χαρά να σχολιάσω, και το οποίο αποκαλύπτει τις επιμελώς κρυμμένες ευαισθησίες του για τα όσα συνέβαιναν γύρω του, σε πρόσωπα και πράγματα που συνέθεταν μια κουρελιασμένη πλέον πατρίδα. Το καταθέτω εκ νέου, ως ύστατο χαιρετισμό σε έναν φίλο, βαθιά παρεξηγημένο και παρερμηνευμένο από πολλούς: «Το ρυτιδιασμένο πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας, μιας Ελλάδας με πολλά ράμματα στη γούνα της, αναδύεται μέσα από τις εικοσιτέσσερις (24) ώρες, τις 24 αποκαλυπτικές ραψωδίες, μιας «Οδύσσειας» που μόλις είδε το φως της δημοσιότητας.

Μια επιλογή από λέξεις και φράσεις-κλειδιά αρκεί για να αντιληφθούμε τι βλέπει η Αλίκη (Ελλάδα) όταν αποφασίσει να δει το πρόσωπό της στον καθρέφτη:

«Μία πατρίδα-σκιάχτρο περιφέρετε, επιδειξίες μιας περιπαθούς αρετής… παίρνουμε των ομματιών μας απ’ αυτόν τον τόπο όπου περσεύουν τα σκυλιά και τα ερπετά (α΄), κύμβαλα αλαλάζοντα – μιλούν τη γλώσσα σου κι όμως δεν τους καταλαβαίνεις, σημαιοφόροι ευκαιρίας, θεσμικοί λακέδες, κακομήχανοι αχθοφόροι του τίποτε σας έχω δει στους απόπατους της ενημέρωσης (β΄), διαγκωνιζόμενους σ’ ένα θέατρο σκιών με σκισμένο πανί (γ΄), οι κατά φαντασίαν αχθοφόροι του Γένους (δ΄), – εμείς αδερφέ μου δεν ήμασταν ούτε θύτες ούτε θύματα, επιβιώναμε απλώς – (ε΄), αλήθειες ποτέ δεν αντέχατε, τι περιμένετε άραγε έτσι ξεγυμνωμένοι από παρελθόν και μέλλον; (ζ΄), κύνες είστε, κοπρόσκυλα (η΄), πλασιέδες ιδανικών! μεταπράτες ελπίδων! εργολάβοι κενών αξιών! (θ΄), λαός; λαός τούτο το συνονθύλευμα νεκύων (νεκρών); παράδοξη αγέλη, χώρια τρώνε μαζί αποπατούν (ι΄), ποτέ μου δεν συντάχθηκα μ’ εσάς τους χορτασμένους κι όταν κάθομαι στο τραπέζι σας δεν τρώμε απ’ το ίδιο φαγητό (κ΄), όταν χάνεις την πίστη που θρέφει όλους τους άλλους είσαι δημόσιος κίνδυνος στα μάτια όλων αυτών που συντηρούν τις βεβαιότητές τους με κονσέρβες σκυλιών (λ΄), αλλά κι εσένα παραφουσκωμένε γυμνέ βασιλιά του εδώ και τώρα δεν θα υπάρχει κανείς ούτε για να σε κράξει, che tu sei ombra ed omba vedi, γιατί ίσκιος είσαι και ίσκιο βλέπεις (μ΄), το άδικο τρώει απ’ το δικό σου πιάτο στο τραπέζι, φοράει κοστούμι αμπέχωνο τραγιάσκα φούστα μπλούζα τήβεννο ράσο στολή εκστρατείας, κρατάει κασμά μαχαίρι tablet το ευαγγέλιο το παλτό του στο χέρι (ν΄), στυγνοί εργολάβοι, πεταλωτές μιας ιστορίας που αποσιωπά το γεγονός ότι τα πάντα γίνονται για το συμφέρον το γούστο το βίτσιο των αειπάρθενων σταυρωτών και θεριστών (ξ΄), ύστερα περνά το σκουπιδιάρικο της Ιστορίας (ο΄), απ’ τους ανθρώπους τίποτα δεν απομένει, χρονολογίες, αγάλματα, μνημεία, τάφοι, σκουλήκια κι επιγράμματα (π΄), μιλάω – γιατί δεν ακούτε; ακούω – γιατί δεν μιλάτε; (ρ΄), μια λέξη σας περιμένω, ελάτε, μια λέξη μόνο, ως πότε θα σιωπάτε; (σ΄), βαρέθηκα να μετρώ πεθαμένους, ω εσείς σεσηπότα βατράχια του έλους των καναλιών, άξιος ο μισθός σας (τ΄), σαράντα χρόνια και σαράντα μέρες σπούδαζα την έρημο μέσα μου και πάλι όμως κατέληξα στον τόπο που μου είχε εξαρχής οριστεί, έναν τόπο που δεν αναγνωρίζω (υ΄), η μνήμη μου είναι στάχτη (φ΄), πώς να πορευτούμε τώρα σ’ έναν κόσμο που δεν θέλει να έχει παρελθόν, πώς ν’ αντιμετωπίσουμε τη βαρυστομαχιά που μας προκαλεί το μέλλον; (χ΄), είναι ταξίδι χωρίς προορισμό (ψ΄) σε μια πατρίδα που ποτέ δεν γνώρισα. Κι όμως υπάρχει, υπάρχει, ας μη χωράει στο χάρτη, ναιετάω δ’ Ιθάκην. Αυτή ειν’ η πατρίδα μου che mai da me non fia diviso, που δεν θα χωριστεί ποτέ από μένα, ποτέ (ω΄)».

Σύγχρονος ραψωδός της κατάντιας μας ο Αλέξανδρος Βέλιος («Οδύσσεια», εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 2016), επισημαίνει δεκαετίες ολόκληρες τα κακώς κείμενα σε μια ανερμάτιστη κοινωνία νεόπλουτων απαίδευτων νεοβάρβαρων και παρασιτούντων κομματικών υπηρετών που οδήγησαν τη χώρα εδώ που την οδήγησαν.

Η βαθύτερη αποξένωση του ποιητή από μια τέτοια διαβρωμένη και σκωληκόβρωτη κοινωνία δεν είναι παρά το φυσικό επακόλουθο επί του ψυχισμού ενός διανοουμένου που νιώθει το μάταιο των μακροχρόνιων προσπαθειών του να αφυπνίσει μια πατρίδα για την οποία όλοι τους νιώθει ότι τού κάνουν νεύμα να σιωπήσει, ακριβώς για να μην την αφυπνίσει, γιατί κατ’ αυτούς κοιμάται τον ύπνο του δικαίου… Μόνο που και οι εφιάλτες είναι μέρος του ύπνου και, δυστυχώς, κανείς δεν μπορεί να τους αποτρέψει από το να καταστούν πραγματικοί όταν ο ύπνος αποτελεί την μόνη πραγματικότητα αυτών που θα έπρεπε να την φρουρούν.

Και που συμπαρασύρουν έτσι στην παρακμή και την κατάπτωση δικαίους και αδίκους. Γιατί κανείς μας δεν μπορεί να υπερβεί την πατρίδα του και να ζήσει έξω από αυτήν, όσο κι αν αποστασιοποιείται από τα λεγόμενα, τα δρώμενα και τα θεώμενα εντός της. Αυτήν την πατρίδα την κουβαλάμε όλοι στις πλάτες μας σαν το κέλυφος της χελώνας, και οι κραυγές αγωνίας των ποιητών της δεν είναι παρά η οφειλόμενη προσπάθειά τους να διεγείρουν το ένστικτο της αυτοσυντήρησής της έτσι ώστε, έστω ακόμα και την ύστατη αυτή στιγμή, να δει τον επερχόμενο Τιτανικό στον καθρέφτη, και αντί να αλλάξει καθρέφτη με την ψευδαίσθηση ότι αυτός είναι που παραμορφώνει την πραγματικότητα και την τρομάζει, να αλλάξει πορεία πλεύσεως, μπας και αποφύγουμε τη σύγκρουση με το παγόβουνο μιας ολοκληρωτικής συμφοράς. Αμήν και γένοιτο!».

Χρίστος Γούδης, δημοτικός σύμβουλος Δήμου Αθηναίων

{{-PCOUNT-}}12{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα