Μεγάλη Παρασκευή • Κατανυκτικές στιγμές του Επιταφίου

Στις εαρινές λιτανείες αναθρώσκει η ελπίδα τού θαύματος της Ανάστασης και της λύτρωσης

Από τον
Νίκο Παπουτσόπουλο

Ο ευσχήμων λαμβάνει του Σωτήρος το Σώμα, ό και φόβω, σμύρνη και αλόη, εν σινδόνι ενειλήσας, εν τω καινώ μνημείω…» Ο Επιτάφιος, το εμβληματικό περίτεχνο τελετουργικό άμφιο της Μεγάλης Παρασκευής, με επίσημα, πένθιμα χρώματα, πολύτιμο ύφασμα, επάνω στο οποίο εξαίρετοι τεχνίτες εξύμνησαν και φιλοτέχνησαν με χρυσά ή αργυρά νήματα από μετάξι τον ενταφιασμό του Ιησού. Το σώμα του Ιησού, που κυριαρχεί στη σύνθεση, περιστοιχίζουν οι μορφές που σχετίζονται με το Πάθος και την Ταφή, στα πρόσωπα των οποίων είναι έκδηλο το πένθος: η Θεοτόκος, ο Ιωάννης, οι Μυροφόρες, ο Αριμαθαίας Ιωσήφ και άγγελοι, ενώ στα άκρα εικονίζονται, συνήθως, οι τέσσερις ευαγγελιστές. Οι χρυσοκεντητές συνοδεύουν, συχνά, την απεικόνιση της ταφής με αφιερωματικές επιγραφές, όπου μαζί με το όνομα και τη χρονολογία κατασκευής παραθέτουν αποσπάσματα από την πλούσια υμνογραφία των Παθών: «Ο ευσχήμων Ιωσήφ από του ξύλου καθελών το άχραντόν Σου Σώμα».

Οι λειτουργικές επιγραφές υπογραμμίζουν την εσχατολογική έννοια της παράστασης του Επιταφίου, αφού η παράσταση του Ιησού νεκρού «δορυφορούμενου από τις αγγελικές δυνάμεις είναι μία αλληγορία ευχαριστιακή, ενώ ταυτοχρόνως έχει και μια εσχατολογική σημασία: είναι η εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας, που θα συντελεσθεί μπροστά στο πλήθος των ανθρώπων και των αγγέλων», σύμφωνα με τη Μαρία Σ. Θεοχάρη.

Τα εργόχειρα των χρυσοκεντητών, χρυσοκλαβαρικά, χρυσοσωληνοκέντητα, χρυσοκέντητα, αργυροκέντητα, συρματέινα, από την περίοδο ήδη των Παλαιολόγων, διακρίνονται για τη συμμετρία, την πρωτοτυπία, τη χρωματική ευαισθησία, την εκφραστική απόδοση των συμβολισμών, τις συνεχείς εναλλαγές των τεχνικών (βελονιών): πολυπρόσωπες συνθέσεις, δραματικές σκηνές, από την πλούσια υμνογραφία της ημέρας (οι προσθήκες προσώπων έχουν προσθέσει στον αυστηρά λειτουργικό χαρακτήρα του αμφίου, που προέρχεται από τον αρχαίο «μεγάλο αέρα» -τον πέπλο, δηλαδή, με τον οποίο ο λειτουργός κάλυπτε τα ιερά σκεύη-, ιστορικό ή αφηγηματικό περιεχόμενο). Οι τεχνίτες του πολυτελούς κλάδου της χρυσοκεντητικής, «που κάμνουσι τα κλαπωτά και ζώσι», σύμφωνα με τον γνωστό στίχο του Πτωχοπρόδρομου, συνέχισαν και στις μεταγενέστερες περιόδους τη μεγάλη παράδοση των βυζαντινών χρυσοκλαβαρίων της περιόδου της ακμής.

Ο Επιτάφιος, όπως και όλα τα υψηλής τέχνης εκκλησιαστικά άμφια, καταδεικνύουν τη συνέχεια της μακραίωνης παράδοσης της χειροτεχνίας, όπως είχε αναπτυχθεί στο Βυζάντιο και όπως αφομοιώθηκε και έφθασε στη σύγχρονη εποχή. Εργα μοναδικής πνευματικής και αισθητικής αξίας, μέσα από τα οποία αποκαλύπτεται η τεράστια ποικιλία στοιχείων και μορφών, που συνθέτουν έναν ανεξάντλητο σε έμπνευση και συναίσθημα πολιτισμό.

Οι «ζωγράφοι με τη βελόνα», προκειμένου να αποδώσουν με μεγαλύτερη εκφραστικότητα τις λεπτομέρειες της «εικόνας του θρήνου», χρησιμοποιούσαν ανθίβολα (προσχέδια) και φιλοτεχνούσαν το έργο σύμφωνα με την παραγγελία και τις οδηγίες των δωρητών και αφιερωτών, με τη χρήση άριστης ποιότητας υλικών. Υπέγραφαν τα έργα τους και πρόσθεταν ψαλμικές επιγραφές, που κατεδείκνυαν την πίστη και την απόλυτη αφοσίωση στη λατρεία και την τέχνη τους: «Τη φοβερά Σου Βασιλεύ, Δευτέραν Παρουσίαν, πίστει και πόθω προσδοκώ, εξίσταμαι και τρέμω. Πώς ατενίσω Σοι Κριτά, πώς είπω μου τας πράξεις; Τίνα μεσίτην χρήσωμαι, πώς φύγω τας κολάσεις; Απαγορεύω εμαυτόν, πρός Σε νυν καταφεύγω. Σώσον με Σώτερ, δωρεάν δι’ οίκτον, ευσπλαγχνίαν. Αγιος ο Θεός».

«Κι έγειρε Εκείνος το άχραντο κεφάλι και ξεψύχησε / στο μαύρο το κορμί μου απάνου / άστρα γινήκαν τα καρφιά του μαρτυρίου του, άστραψαν / κι από τα χιόνια πιό λευκά τα αιώνια του Λιβάνου / στα πόδια μου άγγελοι οι Καιροί, γύρω μου σκλάβες οι Ωρες / γονάτισα στον ίσκιο μου τους δυνατούς του κόσμου» (Κ. Παλαμάς).

Με δύο παλαιότερες εγκυκλίους, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος είχε ασχοληθεί με λαϊκές εκδηλώσεις που είχαν σχέση με την περιφορά του Επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή. Η πρώτη, στις 3 Απριλίου 1856, όριζε να τοποθετείται ο Επιτάφιος οριζόντια, όπως ακριβώς τοποθετείται το αντιμήνσιο επάνω στην Αγία Τράπεζα. Μια άλλη εγκύκλιος, της 12ης Μαΐου 1822, θεωρούσε το έθιμο της περιφοράς του Επιταφίου στις οδούς και τις πλατείες το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής «ως άντικρυς εναντίον εις τα παρά της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας διατεταγμένα και όλως άσκοπον και ανευλαβές, επειδή επί τούτω πολλά παράχορδα, άσεμνα και το παράπαν τη εορτή μη προσιδιάζοντα συμβαίνουσι».

«Εξήλθον εις το ύπαιθρον οι πιστοί όλοι με ανημμένας λαμπάδας, υπό το αμαυρωθέν φέγγος της φθινούσης σελήνης, ενώ η αυγή έλαμπεν ήδη ροδίνη και ξανθή, προπέμποντες τον Επιτάφιον αγλαόφωτον με σειράς λαμπάδων. Και η αύρα πραεία, εκίνη ηρέμα τους πυρσούς, χωρίς να τους σβύνη, και η άνοιξις έπεμπε τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα, ως να συνέψαλλε και αυτή “ώ γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον”. Και η θάλασσα φλοισβίζουσα και μορμύρουσα παρά τον αιγιαλόν επανελάμβανεν “οίμοι, γλυκύτατε Ιησού!”» (Αλ. Παπαδιαμάντης, «Παιδική Λαμπρή»).

«Εξεις που συναντούν τον αέρα, τα κύματα, τα άνθη, τ’ αρώματα / δεν υπάρχουν σύννεφα στον ορίζοντα του ελληνικού θανάτου» (Οδ. Ελύτης).

{{-PCOUNT-}}13{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα