Υπαρξιακά αινίγματα ανάμεσα σε δύο κόσμους

Ο γλύπτης Παναγιώτης Πασάντας, που ξεχωρίζει στη γενιά του και όχι μόνον (χωρίς να μιμείται κανέναν), στέκει άνετα σε ένα διεθνές επίπεδοΑπό την 
Αθηνά Σχινά

Ανάμεσα σε οριακές αμφισημίες και υπαρξιακά αινίγματα εμφανίζονται στην οπτική αυλαία της θέασης οι μικρού μεγέθους υπόλευκες και κεραμικές σχεδιομορφές του Παναγιώτη Πασάντα, απαρτίζοντας θεατρικού τύπου σκηνές, σπονδυλωτά αρθρωμένες, αλλά συνθετικά και νοηματικά αυτονομημένες, οι οποίες προέρχονται από κάποιο, θαρρεί κανείς, στοχαστικό «μιμόδραμα», που βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη. Το γλυπτό αυτό «μιμόδραμα», που αποκαλύπτει κάθε φορά τις ακροβατικά παρουσιαζόμενες φιγούρες του -ανάμεσα στον σκιοφωτισμό και τον χώρο της μυθοπλαστικής πλοκής τους-, αφορά μορφοποιημένες κοσμογονικές δοξασίες και απορίες σχετικές με το εδώ και το επέκεινα.

Στην «αφηγηματική» και ποιητικής πνοής γλυπτική του συγκεκριμένου αυτού καλλιτέχνη η χρησιμοποιούμενη μικρή κλίμακα των μορφών παραπέμπει στην ψυχική ενδοχώρα. Εκεί, άλλωστε, στοχεύει η γλυπτική του Π. Πασάντα, ειδικά στο εσωτερικευμένο, πάντοτε ωστόσο διαχρονικά επανερχόμενο αλλά και επίμονα μυστηριώδες ερώτημα που διεγείρει το ενδιαφέρον κάθε αποδέκτη. Κι αυτό σχετίζεται εμφανώς με την οντολογική αναζήτηση, τη σκοπιμότητα προέλευσης, αλλά και τις μετουσιωτικές αναγωγές, που αφορούν τη διελκυστίνδα ζωής και θανάτου.
Σε αυτή την εκτιθέμενη ενότητά του ο καλλιτέχνης διαμορφώνει (με χιούμορ και λεπτό σαρκασμό, με περιπετειώδη αγωνία κι ελπίδα, με συγκρατημένο λυρισμό κι ελεγχόμενους δραματικούς τόνους) σκηνογραφημένα γλυπτά σύνολα, που παραπέμπουν σε γλυπτά «δρώμενα». Οι φιγούρες που τα απαρτίζουν υποβάλλουν με ποιητικά ελεγειακό τρόπο κάποια πανανθρώπινα ερωτήματα, ανάμεσα στους ζώντες και τους αναχωρήσαντες για τα Ηλύσια Πεδία. Αλλωστε, ως κρυφές επιθυμίες και με τα χρόνια διαμορφωμένες, διατηρούνται στο ασυνείδητο πάντοτε σχέσεις κι επαφές ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους των φανερών και των αθέατων, σαν να πρόκειται για συνέχειες των όψεων της ζωής στις επόμενες ουράνιες και άγνωστες φάσεις της.

Στους λειμώνες του Παραδείσου μάς ερωτά λοιπόν μέσα από αυτά τα γλυπτά του ο Π. Πασάντας αν είμαστε εκεί μόνοι ή με συντροφιά κι άλλων ανθρώπων, αν φαντασιακά ή νοερά επικοινωνούμε άραγε ή μήπως βρισκόμαστε σε άλλα μήκη και πλάτη. Από τα χρόνια ήδη της προϊστορίας και από τα έργα που οι πρόγονοί μας άφησαν γνωρίζουμε ότι πιστεύουν πως καθετί μεταμορφώνεται στην πλάση, αλλά δεν χάνεται. Επομένως οι ψυχές δεν μπορούν να εξαφανίζονται, άρα μετατίθενται, με άλλα λόγια μεταβαίνουν και διαβιούν, στη Χώρα των Μακάρων. Πού είναι άραγε καλύτερα, διαισθανόμαστε να ρωτά έμμεσα, με νοσταλγική λαχτάρα και με στωική τρυφερότητα, ο γλύπτης, εδώ ή εκεί; Μήπως η μία επικράτεια αντανακλάται στην άλλη; Την επεκτείνει; Τη συνεχίζει «αφηγηματικά»; Την ακυρώνει; Την ανατρέπει; Την εξουσιάζει; Την αμφισβητεί; Ανακαλεί μήπως έναν βαθύτατο πόθο ύπαρξης της εδώ ζωής στην επόμενη; Την εκκολάπτει τη ζωή το αθέατο, όπως το σκοτάδι εκκολάπτει το φως; Τη γεννά άραγε ο θάνατος τη ζωή; Η συνέχεια και εξέλιξή της μπορούν να υπάρχουν άραγε χωρίς τη μετάσταση;

Οι αισθητικά ελκυστικές και ελεγειακές φιγούρες του Π. Πασάντα είναι γενικευτικά πλασμένες, αποτυπώνοντας ωστόσο πάνω στην ύλη τη χειρονομία του ταλαντούχου αυτού γλύπτη, η οποία βασίζεται στη διαλεκτική της ρευστότητας και της συνεχούς μεταβλητότητας, που απορρέει από τις τονικές αλλαγές και τις ποικίλες ογκοπλαστικές εντάσεις της φωτοσκιάς. Γιατί αυτές τις εντάσεις υποστασιώνει στις φόρμες του ο Π. Πασάντας. Ο οπτικός και νοηματικός διάλογος συμπληρώνεται στα έργα από τη «σκηνική» κινησιολογία και ισορροπία καθεμιάς μορφής στον χώρο παρουσίας της, είτε εκείνη εμφανίζεται ως εξατομικευμένη μονάδα, άλλοτε πάλι μέσα από κάποιο ολιγάριθμο, αλλά ενδοεπικοινωνιακά δραστήριο σύνολο «ατόμων», θυμίζοντας ήρωες και αντιήρωες της ζωής. Οι μεταξύ τους σχέσεις, με όσες παραδοξότητες κι αν αυτές συνιστούν, γεφυρώνουν μέσα από απορίες και ερωτήματα τη νόηση με την αίσθηση, το ήθος με την πράξη και το θαύμα με το τραύμα κάθε «στάσης» και της παρεπόμενης «μετάστασης», εκεί όπου αποκαλύπτονται δρώσες στον δισυπόστατο χώρο τους οι μορφές, σαν αναπάντητα, θαρρείς, ερωτήματα ανάμεσα στους διαρκώς αναζητούμενους «τόπους» της ύπαρξης, της συνυφασμένης παράλληλα και με τις φαντασιακές ουτοπίες της.

Κάθε γλυπτή σύνθεση, στα Ηλύσια αυτά Πεδία, λειτουργεί σαν ένα «ανοιχτό» έργο μιας συνεχόμενης δραματουργίας. Παρουσιάζονται, θα λέγαμε, τα «στάσιμα» μιας ζωής δισυπόστατης, που εκτυλίσσεται, μέσα από παιγνιώδεις τρόπους και φιλοσοφημένες αντιλήψεις, σε μια αινιγματική καθημερινότητα. Μέσα από την ελλειπτικότητα και τη θυμοσοφία της, τις μεταβλητότητες και τα απροσδόκητα, αλλά και μέσα από τις άρσεις κάθε ασφάλειας επαναπροσδιορίζει αυτή η ενδεχόμενη «καθημερινότητα» της γλυπτής επικράτειας, όπως παρουσιάζεται στον θεατή, τις αμφίρροπες σχέσεις της προσδοκίας και της αμφισβήτησης, της ελπίδας και του δισταγμού, της δέσμευσης και της λύτρωσης, του φόβου και της εξιλέωσης, του περιορισμού και της απελευθέρωσης, της πτώσης και της ανάτασης, της περιπέτειας και της υπέρβασης, της εντοπιότητας και της αποκαθήλωσης.

Οι γλυπτές συνθέσεις των «Ηλυσίων Πεδίων» του Π. Πασάντα, που παρουσιάζονται αυτό το διάστημα στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, είναι μετουσιωτικά και προπαντός ευρηματικά εμπνευσμένες από την προϊστορική, αλλά και από την αρχαϊκή γλυπτική των κυπριακών λατρευτικών αναθημάτων. Πρόκειται για τα αφιερώματα που προσέφεραν στα ιερά τους οι πρόγονοί μας. Στα αρχαιοελληνικά (βοιωτικά) και στα ανάλογα κυπριακά αυτά αναθήματα οι κάτοικοι των αγροτικών και παραθαλάσσιων τότε περιοχών φιλοτεχνούσαν σε μικρογραφικά σύνολα θέματα από τις ενασχολήσεις, τις αγωνίες και τις περιπέτειες που βίωναν, προκειμένου -μέσα από τις ικετευτικές δεήσεις τους και τα προσφερόμενα σε μορφοπλαστική μικροκλίμακα «τάματά» τους- να αναθέσουν την προστασία των υπαρχόντων τους στους θεούς, επικαλούμενοι την εύνοιά τους. Μεταβίβαζαν δηλαδή μέσα από τις μορφοποιήσεις της τέχνης και των χεριών τους την «πραγματογνωστική» αντανάκλαση της ζωής και της κοινωνικής τους ταυτότητας, σε αντιστοιχία με την ευρύτερη κοσμοθεωρία τους. Η μεταφερόμενη «ουσία» της ζωής τους ήταν συνυφασμένη με τη φύση της «περιουσίας» τους, με σκοπό να θέτουν όλα αυτά τα γεννήματα της φύσης και του εαυτού τους, συμβολικά και ενιαία, υπό τη σκέπη αθέατων οντοτήτων, με τις οποίες νοερά επικοινωνούσαν.

Από μια άλλη πλευρά, ο Π. Πασάντας δημιουργεί ένα είδος γλυπτών «παροιμιομύθων» ανάμεσα στα προκείμενα και τα παρεπόμενα. Τα «Ηλύσια Πεδία» ή η Χώρα των Μακάρων, όπως αναφερόταν κατά την αρχαιότητα η παραδείσια επικράτεια, μετατρέπεται στα έργα αυτού του καλλιτέχνη σε ένα είδος θεατρικής αυλαίας, με «εμφανιζόμενα» είδωλα και επικοινωνιακά διφορούμενες σχέσεις, σαν η ζωή να συνεχίζεται και να αντανακλάται -με αναπάντεχες συναντήσεις και απρόβλεπτες μετατρεψιμότητες- σε ένα είδος αναγεννητικής μετάπλασης. Ο γλύπτης εδώ ανάγεται εμμέσως στις ορφικές δοξασίες, αλλά και στις αρχαίες κοσμογονίες, κυρίως σε εκείνη του Ευδήμου, όπου ο κόσμος «ανεφάνη» από την αθέατη όψη του στην ορατή μέσα από τον «Φάνη» ή το «Ορφικό Ωόν», το κοσμογονικό δηλαδή «Αβγό».

Τα αποκαλυπτικά αυτά έργα έχουν «αφηγηματικά» και μυθοπλαστικά σπάσει το κέλυφος του δικού τους «αβγού», σκιαγραφώντας «ιστορήματα» που έρχονται στο ημίφως της συναίσθησης σαν σκιές και ψίθυροι, απορίες κι ερωτήματα, εκπλήξεις κι αμφιβολίες, προθέσεις και διακυβεύματα, θαυμαστικά και αποσιωπητικά. Με λεπτό χιούμορ, εξιχνιαστικό βλέμμα και πόνο μακρινό, κάποιου παλαιού, θαρρείς, τραύματος, το βλέμμα του θεατή εμβολιάζεται με μακροθυμία και αναπάντεχες εκπλήξεις, λες κι αυτές είναι αναμενόμενες, εξοικειώνοντάς τον με το απρόβλεπτο. Η περίσκεψη του παρατηρητή αδιαμεσολάβητα διεγείρεται μέσα από αναθρώσκοντα αινίγματα, τα οποία υπαινικτικά δηλώνουν αμφισημίες και «δραματουργικούς» αντικατοπτρισμούς του «εγώ» ως προς το «εμείς» και του «εδώ» ως προς το «εκείθεν».

Ο γλύπτης αυτός, που ξεχωρίζει στη γενιά του και όχι μόνον (χωρίς να μιμείται κανέναν και χωρίς να ακολουθεί ομογενοποιήσεις ή κάποιους πρωτοποριακούς, υποτίθεται, συρμούς), στέκει άνετα σε ένα διεθνές επίπεδο. Και ο λόγος δεν αφορά μόνο την παιδεία και το πηγαίο ταλέντο του. Γνωρίζει πώς να μετουσιώνει, εκ των ένδον, όψεις και φιλοσοφικά διανοήματα, μέσα από μυθοπλασίες και τεκμήρια της αρχαιότητας, συνδυάζοντας με πρωτοτυπία -στα δικά του έργα- σύγχρονα υπαρξιακά και πανανθρώπινα αιτήματα. Τα αλληγορικά γλυπτά του αξιοποιούν πολυεπίπεδες αναφορές με υπαινιγμούς και περιεκτικά νοήματα χωρίς τα «άλγη» του εγκεφαλισμού. Με λακωνική απλότητα και αινιγματική σιβυλλική σιωπή υποβάλλει ποιητικούς συνειρμούς μιας μεταφυσικής παραμυθίας. Στην ελπιδοφόρο φύση της η ύπαρξη και η ζωή δεν εξαντλούνται στις αισθήσεις μας ούτε τις αναιρούν, ιχνηλατώντας και φωτίζοντας, με χοϊκή και απόκοσμη ευφροσύνη, μέσα από τα έργα αυτά του Π. Πασάντα, ό,τι προς στιγμή «σκοτίζει» τη θωριά μας, χωρίς όμως να ξεθωριάζει την εσώτερη, την ενσυνείδητη και στοχαστική ματιά μας.

*Ιστορικός Τέχνης & Θεωρίας του Πολιτισμού

{{-PCOUNT-}}13{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα