Η «διελκυστίνδα» για τα εκκλησιαστικά μνημεία

Τα θρησκευτικά μνημεία δεν είναι νεκρές μνήμες, αλλά κελύφη ζωντανών οργανισμών που επιβάλλουν τους δικούς τους όρουςAπό τον

Δημήτριο Δ. Τριανταφυλλόπουλο*

Σημειώσαμε αδρομερώς σε προηγούμενο άρθρο (26/11/2017) την επικίνδυνη διελκυστίνδα που υποβόσκει συνεχώς μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας για τα χριστιανικά μνημεία και που συνιστά μια επώδυνη πτυχή ήδη από τον 19ο αι. του αφανούς ελλαδικού καισαροπαπισμού και παποκαισαρισμού. Το θεμελιώδες ερώτημα «σε ποιον ανήκουν τα εκκλησιαστικά μνημεία» δεν απαντήθηκε ποτέ μέσα από έναν ανοιχτό διάλογο μεταξύ των δύο μερών. Και όσο στη βαθμιαία αποχριστιανιζόμενη Ελλάδα αυξάνονται οι φωνές -κριτικές ή όχι, δεν έχει σημασία- για τον χωρισμό κράτους και Εκκλησίας, τόσο το πρόβλημα γίνεται οξύτερο.

Το ερώτημα δεν είναι διόλου εύκολο να απαντηθεί. Στις εύλογες ενστάσεις της Εκκλησίας, που επιθυμεί να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο επί των μνημείων αυτών, απαντά η Πολιτεία με εκατοντάδες περιπτώσεων καταστροφής ή αλλοίωσής των εκ μέρους αδαών εκκλησιαστικών συμβουλίων ή αρχαιολογικά απαίδευτων ιεραρχών, που, όχι σπάνια, οδήγησαν ακόμη και σε δίκες τους. Αντιστρόφως, η Πολιτεία παραμένει κωφή στις πυκνές διαμαρτυρίες της Εκκλησίας για παραμερισμό της ιδιοτυπίας των συγκεκριμένων μνημείων εκ μέρους της Πολιτείας. Οπως σημειώσαμε, τα εκκλησιαστικά μνημεία δεν είναι νεκρές μνήμες, αλλά κελύφη ζωντανών οργανισμών, που επιβάλλουν τους δικούς τους όρους!

Παρά ταύτα, θα προκληθούν οξύτατα προβλήματα και για τις δύο πλευρές, αν τυχόν προκύψει από μία αναθεώρηση του Συντάγματος πλήρης χωρισμός κράτους και Εκκλησίας.

Σημειώνονται ενδεικτικά:
1. Πού θα υπαχθούν οι εκατοντάδες ανασκαμμένες παλαιοχριστιανικές βασιλικές, οι πάμπολλοι ερειπωμένοι, αλειτούργητοι βυζαντινοί ή μεταβυζαντινοί ναοί;
2. Ποια θα είναι η διαχωριστική γραμμή για προχριστιανικά μνημεία που μεταβλήθηκαν σε ναούς ή για παλαιούς ναούς που βρίσκονται μέσα σε αρχαιολογικούς χώρους, λ.χ. στην Αγορά της Αρχαίας Αθήνας; Η θλιβερή εξαφάνιση κάθε ίχνους του χριστιανικού Παρθενώνα, ονομαστού προσκυνήματος καθ᾽ όλον τον Μεσαίωνα, δείχνει το μέγεθος του προβλήματος!
3. Οξύ, βέβαια, θα συνεχίσει να είναι το πρόβλημα για το καθεστώς του Αγίου Ορους.
4. Ποιος θα αναλάβει το ολοένα μεγαλύτερο κόστος ανασκαφής χριστιανικών μνημείων;
5. Θα καταλυθεί η έννοια των διαχρονικών μουσείων του Ελληνισμού, τόσο αναγκαίων σήμερα που εν ονόματι ενός απαίδευτου, φανατικού παγανισμού καθυβρίζεται συνεχώς και χυδαία ο βυζαντινός, δηλαδή ο μεσαιωνικός και μεταμεσαιωνικός Ελληνισμός;
6. Λείπει και σήμερα μια δικλίδα ασφαλείας και κριτικής για τυχόν πλημμελείς αποκαταστάσεις (αναστηλώσεις, συντηρήσεις κ.λπ.) μνημείων που ενεργεί η Πολιτεία (η θεωρητική διαμάχη για την αναστήλωση των μνημείων της Ακροπόλεως έδειξε την έκταση του προβλήματος). Ποια θα είναι αυτή η δικλίδα στην περίπτωση που αναλάβει η Εκκλησία πλήρως την αποκατάσταση;
7. Είναι κοινό μυστικό η ανεπαρκής αρχαιολογική και τεχνοϊστορική εκπαίδευση στις θεολογικές σχολές, τις εκκλησιαστικές ακαδημίες κ.τ.ό., πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να αναμορφωθούν επειγόντως τα αντίστοιχα προγράμματα.
8. Η αποκατάσταση ενός μνημείου (πρέπει πάντοτε να) είναι αποτέλεσμα διεπιστημονικής συνεργασίας αρχαιολόγων, αναστηλωτών τεχνικών, συντηρητών κ.λπ., σήμερα ενταγμένων οργανικά στην κρατική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Υπάρχει πιθανότητα και δυνατότητα να διαχωριστεί αυτό το ανθρώπινο δυναμικό και να μεταταχθεί εν μέρει σε ιδιωτικό φορέα, όπως θα είναι πιθανόν η Εκκλησία μετά τον χωρισμό από το κράτος; Θα αρχίσει εξαρχής συγκρότηση νέου τεχνικού φορέα στο πλαίσιο της Εκκλησίας, που θα απαιτήσει βέβαια σεβαστά ποσά και μεγάλο διάστημα έως ότου αρχίσει να εργάζεται αποτελεσματικά;
9. Κάθε υπάλληλος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αντιμετωπίζει συχνότατα το δίλημμα να εκτελέσει κατά συνείδηση το δέον ή να υποκύψει σε αυθαίρετες ή/και παράνομες κομματικές ή κυβερνητικές επιταγές – θυμίζω πρόχειρα την πρόσφατη ιστορία με το μετρό της Θεσσαλονίκης.

Ποιος θα τον απαλλάξει αύριο από τη «δεσποτική» αυθαιρεσία ενός ανενημέρωτου ή αδιάφορου για την πολιτιστική κληρονομία ποιμενάρχη;

Για τον καλοπροαίρετο αναγνώστη τα παραπάνω ερωτήματα δεν τίθενται για να μπει στο στόχαστρο πάλι η Εκκλησία -ο γράφων είναι πρώτα δικό της παιδί και έπειτα οτιδήποτε άλλο!-, αλλά διότι ε π ε ί γ ε ι μια εκτεταμένη, ανοιχτή συζήτηση μεταξύ των δύο φορέων, πριν επέλθει μοιραίος χωρισμός. Η συζήτηση πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της αφενός τι ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (λ.χ. κονκορδάτο Βατικανού και Ιταλίας, παράδειγμα Κύπρου όπου τα έργα εκτελούνται από το κράτος με ανάληψη του ημίσεος της δαπάνης από την Εκκλησία, παραδείγματα άλλων «κοσμικών» χωρών) και αφετέρου όλες τις νομικές και τις πολιτισμικές παραμέτρους.

Ενας τέτοιος διάλογος σήμερα, υπό την πεφωτισμένη καθοδήγηση του μακαριότατου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου, ο οποίος διαθέτει και αδιαμφισβήτητες αρχαιολογικές περγαμηνές, θα ήταν ό,τι καλύτερο θα ευχόταν κανείς! Αλλά στο μεταξύ, για να ελαχιστοποιηθούν οι ατυχείς επεμβάσεις σε χριστιανικά μνημεία, είναι επάναγκες και κατεπείγον να θεσπιστεί, όπως συμβαίνει στην αντίστοιχη συνοδική επιτροπή, η παρουσία αρχαιολόγου του ΥΠΠΟΑ σε κάθε μητροπολιτικό συμβούλιο, με δικαίωμα βέτο για κάθε αρχαιολογικά ανεπίτρεπτη επέμβαση!

* τ. καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου, πρ. έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ΥΠΠΟ Ελλάδος, μέλος Συνοδικής Επιτροπής επί της Εκκλησιαστικής Τέχνης Εκκλησίας Ελλάδος

{{-PCOUNT-}}12{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα