Ιδιαιτερότητες εικαστικής γραφής

Tρεις ξεχωριστές περιπτώσεις εκθέσεων, που μπορεί να παρακολουθήσει κανείς αυτές τις ημέρες στο κέντρο της Αθήνας, οι οποίες δεν σχετίζονται όμως μεταξύ τουςΑπό την
Αθηνά Σχινά*

Πρόκειται για τρεις ξεχωριστές περιπτώσεις εικαστικών εκθέσεων, που αυτές τις μέρες μπορεί κανείς να τις παρακολουθήσει στο κέντρο της Αθήνας. Καμία δεν σχετίζεται, ωστόσο, με την άλλη, ούτε διακρίνει κανείς εμφανείς εκλεκτικές συγγένειες. Κι αυτό το θίγω εξαρχής σκόπιμα, όχι γιατί δεν οφείλουμε να έχουμε κριτική άποψη, αλλά γιατί μάθαμε (προκειμένου να κρίνουμε με άσκοπη ταχύτητα και αστοχία πολλές φορές τα τεκταινόμενα) να αντιμετωπίζουμε άδικα κι ανεδαφικά, με εξωτερικά «τοπόσημα» και συγκριτική μάλιστα αμεσότητα, τα πράγματα. Δεν χρειάζεται να βασίζουμε επιχειρήματα σε επιφανειακούς συσχετισμούς, αποφασίζοντας εύκολα και κυρίως με αδαπάνητο στοχασμό περί της ποιότητας των έργων, των ουσιαστικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τους και της σημασιολογίας τους. Δεν αισθάνομαι, επιπλέον, ότι υπάρχει εδώ λόγος να χρεώσω επιπρόσθετα και τις ανάλογες προκαταλήψεις -που δυστυχώς υπάρχουν-, καθώς γνωρίζουμε πως η κριτική έχει ήδη, εδώ και πολλά χρόνια, αποποιηθεί τον εξουσιαστικό ρόλο της, επικεντρωνόμενη στην εμβάθυνση κι ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων των έργων, έτσι ώστε να επιτελείται κάποιος σκοπός συνειδητοποίησης μέσα από αυτή την ειδικότητα, για όσο καιρό η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας τον έχει ακόμη ανάγκη, πριν εμπορευματοποιηθούν και ισοπεδωθούν τα πάντα. 

Στην Αίθουσα Τέχνης «Αργώ» (Νεόφ. Βάμβα 5) παρουσιάζεται η έκθεση της Μαριέττας Αντιόχου με τίτλο «Κύματι θαλάσσης». Θα αναρωτηθεί κανείς «Γιατί μέσα στο καταχείμωνο;» Μήπως άραγε αυτός είναι ένας τρόπος για να σκεφτούμε ότι τα έργα τέχνης δεν είναι εποχικά είδη, ούτε αφορούν μόδες; Με την αφορμή αυτή, θα ήθελα μάλιστα να θυμίσω στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ τα λόγια της Rosalind Krauss: «Η δύναμη των έργων έγκειται στη διάθεση των καλλιτεχνών να απομακρύνονται από τους συρμούς, τις εποχές, τις ευκολίες συμβάσεων, τις εκτονωτικές χειρονομίες αλλά και τις μόδες, τολμώντας να υπερβαίνουν την ασφάλεια και την πεπατημένη της εποχής τους. Αλλοτε, πάλι, αυτή η (εκφραστική κι εννοιολογική) δύναμη των έργων φαίνεται καλύτερα όταν πηγαίνει κανείς αντίθετα στο ρεύμα. Τότε αποκτούν πραγματική σημασία όλα όσα τα έργα μάς διαμηνύουν». Επιστρέφοντας τώρα στην προκείμενη έκθεση, θα έλεγα ότι αυτή αφορά έργα μεσαίων και μικρών σχετικά διαστάσεων, που αποτυπώνουν θαυμαστά το θεματικό υπόστρωμά τους με ελαφρές ωστόσο ύλες, δηλαδή με κάρβουνα, μολύβια και παστέλ. Από τη θέση του «υποστρώματος» που προανέφερα θα έριχνα περισσότερο φως στην παρασημαντική της εικονοποιίας, γιατί εκείνη θέλει να τονίσει η δημιουργός, καθώς αυτό φαίνεται από τα υλικά που έχει επιλέξει. Με άλλα λόγια, μέσα από τις άδειες παραλίες του ρεαλισμού και της μεταίσθησης, μέσα από τις συγκινησιακές δονήσεις της υπαρξιακής μοναξιάς, με τις έρημες κι αμμώδεις ακτές, έρχεται στο προσκήνιο -με πρωταγωνιστή το σχέδιο και το διαβαθμιζόμενο, σαν τους ψιθύρους, χρώμα- η ίδια η οπτική κι η ακουστική ταλάντωση. Μια ταλάντωση που λειτουργεί σαν αντιφέγγισμα, αποκαλύπτοντας την «ατρακτοειδή» κυματική συμβολή των νερών, που αποσύρονται κι επανέρχονται, καθώς μαζί τους, ως άδηλη υπόμνηση, εμφανίζεται μια εφήμερη αλλά σταθερά επανερχόμενη, άλλοτε πάλι μια περιστασιακή κι αδιαφανής δικτύωση γεωμετρικών δομών (όπως τις συναντούμε στον ομφαλό των Δελφών). Οι δομές αυτές αφορούν τους μυστικούς κυρίως δεσμούς παρουσίας κι απουσίας, ζωής και μετάστασης, περισσότερο όμως κι από αυτούς τις σχετιζόμενες αναλογίες μικρόκοσμου και μεγακλίμακας.

Σε ένα παρεμφερές μήκος κύματος, αλλά με εντελώς διαφορετικό εκφραστικό τρόπο, παρουσιάζονται τα έργα του Θανάση Μακρή, με χαρακτηριστικό τίτλο «Ενα ανερμήνευτο σύμπαν», στην γκαλερί «Εκφραση» (Βαλαωρίτου 9). Εδώ το υλικό είναι λάδι, η πινελιά χυμώδης και παστόζικη, η γραφή εξπρεσιονιστική αλλά χρησιμοποιημένη με εσωστρέφεια, περιδινήσεις και ψυχοδυναμικό παλμό, με ρυθμικότητα επίσης, αλλά σχεδόν πάντα στα έργα του καθοδηγούμενη από στοχαστική περίσκεψη. Χαρακτηριστικά, αναφέρει στον κατάλογο του καλλιτέχνη η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, που ευτύχισε παλαιότερα να τον έχει στην ΑΣΚΤ μαθητή: «Στα τοπία του ζωγράφου μια λανθάνουσα ενέργεια διατρέχει ολόκληρη την επιφάνεια του καμβά, μεταδίδοντας την αίσθηση μιας δυναμικής φύσης, μιας natura naturans, μιας φύσης καθόλου στατικής, που μοιάζει να δημιουργείται μέσα από τη δυναμική χειρονομία του καλλιτέχνη». Ο Θανάσης Μακρής δεν εξιχνιάζει το οπτικό του πεδίο. Επιλέγει τις συντεταγμένες του, προκειμένου να το διαμορφώσει κατάλληλα ως αφορμή «μυθολόγησης», για να οικοδομήσει μέσα από αυτήν ένα προσωπικό του επιστητό, που λειτουργεί σαν προσδοκία και ανάμνηση μαζί, σαν νοσταλγία και «ταξιδιωτική» αναχώρηση μαζί, αποκαλύπτοντας κάθε φορά τις λεπτοφυείς και υποδόριες συνάψεις της υφής και του ύφους του.

Ο συγκεκριμένος ζωγράφος, μέσα από τη συγκινησιακά φορτισμένη χειρονομία του, τροχιοδρομεί τις ελεγείες ενός δικού του κάθε φορά βιωματικού και αναγωγικά παλίμψηστου τοπίου. Ενός δυναμικού τοπίου που λειτουργεί ως απορροή μεταιχμιακών συναισθημάτων λαχτάρας κι οδύνης. Τα πλοία του Θανάση Μακρή, άλλοτε πάλι τα σκουριασμένα του σκαριά που θυμίζουν δεινοσαυρικά απολιθώματα, είτε εκείνα που μέσα από τη ρευστότητα του χρώματός τους στέκουν σαν ανοιχτές καρδιές στα λιμάνια του αποχωρισμού, δημιουργούν συνειρμούς σχετικούς με την αποσκίρτηση. Το βλέμμα του θεατή αγκιστρώνεται κυρίως στα επιπολάζοντα -δικής του έμπνευσης- πλεούμενα μεγάλου κυβισμού (που φέρνουν στον νου τον ξωμάχο ή κάποια ξεχασμένη κιβωτό με όνειρα, μέσα από τα αμπάρια της οποίας εκείνα απέδρασαν). Τα κάθε λογής πλοία, λοιπόν, λειτουργούν όπως τα πρόσωπα, καθώς εμφανίζονται στη ζωγραφική του σαν επαγωγικές συναιρέσεις ποικίλων και παράλληλα ανεξιχνίαστων συμπεριφορών. Στρωματογραφούν πολυεπίπεδα την παρουσία τους, καθώς αναμετρώνται παράλληλα με τις αποστάσεις εγγύτητας κι απομάκρυνσης, μέσα από φανερές κι αθέατες δονήσεις οι οποίες αναβλύζουν από το υποσυνείδητο. Αισθανόμαστε να έρχονται αυτές οι δονήσεις σαν τα παλιρροϊκά κύματα, άλλοτε πάλι σαν τα αναπάντητα αινίγματα κι ερωτηματικά, που στέκουν μετέωρα στον χωροχρόνο.

Στην έκθεση της Ειρήνης Γκόνου που παρουσιάζεται στην γκαλερί «Ευριπίδης» (Ηρακλείτου 10) με τίτλο «De Materia Magica», οι ψυχοδυναμικές φορτίσεις δεν μεταβιβάζονται στις «περιπέτειες» και στις ιδιαιτερότητες γραφής της φόρμας. Η χειρονομία είναι εκείνη που μεταφέρεται ως γραφή και στη συνέχεια «μεταφράζεται» στο ίδιο το εκφραστικό μέσον, που δεν είναι άλλο από αυτό καθ’ εαυτό το υλικό. Το υλικό, επομένως, ενσωματώνει την ψυχοδυναμική και συναισθαντική χειρονομία, ταυτίζεται μαζί της, ενώ ταυτοχρόνως τη μεταποιεί αναγωγικά και τη σημασιοδοτεί, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία μετατρέπεται «επιτελεστικά» και τελετουργικά σε φόρμα. Διευκρινιστικά, θα έλεγα πως η Ειρήνη Γκόνου αποσχηματίζει και διαρκώς αναμυθολογεί το υλικό της, κατορθώνοντας -έπειτα από κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές έρευνες που έχει εν τω μεταξύ πραγματοποιήσει- να αντλεί από αυτό το υλικό (είτε έχει διδαχθεί μέσα από αυτό) τρόπους αναγωγής του, όπως επίσης τρόπους «αναζωογόνησης» κι επενεργειών του ως προς τον άνθρωπο, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των λαών που μελέτησε.

Το υλικό και οι τρόποι διαπραγμάτευσής του προέρχονται από παραδοσιακές κοινωνίες της νότιας Μεσογείου και της Υποσαχάριας Αφρικής, από όπου άντλησε υποδείγματα, προκειμένου να τα αναμορφώνει «γενεσιουργικά», προσδίδοντάς τους ιδιότητες (μαγικές, θεραπευτικές, προστατευτικές). Με άλλα λόγια, μελετά και επικεντρώνεται μέσα από τα έργα της στο ζήτημα της ανάδειξης του «ανιμισμού». Τον ρόλο του «ανιμισμού» άλλωστε, καθώς και την καταλυτική λειτουργία μιας πολύτροπης, όσο και μακροχρόνιας εμψύχωσης, αναδεικνύει η Ειρήνη Γκόνου μέσα από τα έργα τέχνης, εκεί όπου η ανόργανη ύλη αποκτά (όπως άλλωστε και τα τελετουργικά αντικείμενα) ιδιότητες και οργανικότητα. Η χειρονομία της εκφράζει καταγωγικές μνήμες, γεφυρώνοντας συνείδηση και ασυνείδητο, όπως επίσης εμπειρίες (συλλογικές και ατομικές) συνδεδεμένες με αρχέτυπα. Το υλικό των «εγκαταστάσεών» της το απαρτίζουν βαμβακερά ή μεταξωτά υφάσματα εμποτισμένα με φυσικές βαφές, γάζες, αποξηραμένοι σπόροι, σπάγκοι, χαρτιά (παλιών βιβλίων), καλάμια, κεραμικά στοιχεία, σινική μελάνη.

Συμπερασματικά, η Ειρήνη Γκόνου διεγείρει -μέσα από τον συγχρωτισμό και τις διαλεκτικές σχέσεις, μέσα επίσης από τη χροιά και την υφή, την ευθραυστότητα και την ανθεκτικότητα των υλικών της- τα συναισθήματα της ατομικής και της συλλογικής συνθήκης, όπως αυτές αντικατοπτρικά λειτουργούν στις παραδοσιακές κοινωνίες (βλέπε π.χ. το πνεύμα του «εαυτού» και της ομάδας). Τα υλικά της ταυτίζονται με τον τελετουργικό χρόνο, τις μεθόδους διαπραγματευτικής τους αναγωγής (δηλαδή αναμόρφωσης) και τον τρόπο επεξεργασίας τους, όπως είναι το γνέσιμο, η ύφανση, το βάψιμο, το ράψιμο, το σκάλισμα, το τύλιγμα, η παλαίωση, το γράψιμο στις επιφάνειές τους, αλλά και με το συνταίριασμα μεταξύ τους. Σημασία αποκτούν οι ποσότητες, οι ποιότητες, τα ειδικά βάρη, οι διαφάνειες, οι λειάνσεις, οι αδρότητες, οι ενδιάμεσοι δεσμοί και τα στάδια επεξεργασίας των υλικών, όπως επίσης τα μεγέθη και η συνθετότητά τους, οι τονικότητες των χρωμάτων τους και η αποκαλυπτικότητα. Αλλοτε πάλι σημασία αποκτά η κρυπτικότητα των σχημάτων που ως «ενδύσεις» της πραγματικότητας οι φόρμες εμφανίζουν, μέσα από την επιδεξιότητα, την αισθαντικότητα και τη φαντασιακή διάσταση που συγκεκριμένη δημιουργός τους προσδίδει, κατορθώνοντας να τα απομαγεύει αυτά τα «καταστασιακά» (situationistic) έργα και στη συνέχεια διαρκώς να τα αναμαγεύει.

Ιστορικός Τέχνης και Θεωρίας του Πολιτισμού

{{-PCOUNT-}}12{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα