Ανάταση και Ανάσταση στο Θεοβάδιστο Ορος

Η μετάβαση στο Αγιον Ορος είναι μια πνευματική άσκηση που απαιτεί υψηλή συνειδητότητα. Οσες φορές πηγαίνει κανείς, άλλες τόσες οργώνει και βαθύτερα το χωράφι της ψυχής τουΑπό την
Αθηνά Σχινά

Το σχέδιο είναι το δέρμα της εικόνας. Το μάτι μεταφέρει σ’ αυτό το δέρμα (που είναι το πρωταρχικό, το πιο εκτεταμένο μας όργανο, το σχετικό με την αφή και τη γνωριμία μας με τον κόσμο και που το θυμίζουν οι πόροι του χαρτιού) ένα τοπόσημο. Το τοπόσημο στην εικόνα είναι η κάθε ξεχωριστή Μονή του Αγίου Ορους, που στα έργα αυτά μας αποκαλύπτει ως «σκευή» το ένδυμα μιας σύνθετης ψυχοπνευματικής συγκίνησης.

Το χέρι του ζωγράφου, στην προκειμένη περίπτωση, λειτουργεί ως παλμογράφος. Οι εσωτερικές και συναισθαντικές δονήσεις του «μεταφράζονται» στην ακίδα του μολυβιού, που σύρεται με παλίντονες κινήσεις πάνω στην υπόλευκη εικαστική επιφάνεια. Οι δονήσεις που ακολουθούν τις κινήσεις του εκκρεμούς κι άλλοτε πάλι τις κορυφογραμμές μιας πραγματικότητας, που θαρρείς πως είναι προσεγγίσιμη, κι όμως διαρκώς λανθάνει, ιχνηλατούν βλέμματα και αποστάσεις, τρόπους και διαθέσεις, κυρίως μνήμες χώρου και χρόνου μέσα από πρόσωπα και πράγματα που έχουν υπερακοντίσει τον θάνατο και συνοδεύουν ανεπίληπτα σε αυτήν την προσπάθεια τα βήματα ενός οδοιπόρου της ζωής προς την επί της γης ουράνια πολιτεία. Κάπως έτσι πρέπει να αισθάνθηκε κατά τη διαδρομή που ακολούθησε ο ζωγράφος Γεράσιμος Γερολυμάτος στο δικό του οδοιπορικό, το οποίο αποτελείται -εκτός από τις ημερολογιακές σημειώσεις του- και από 25 έργα, μοναστήρια και σκήτες, τουλάχιστον στην παρούσα ενότητά τους.

Η μετάβαση στο Αγιον Ορος είναι μια πνευματική άσκηση που απαιτεί υψηλή συνειδητότητα. Οσες φορές πηγαίνει κανείς, άλλες τόσες οργώνει και βαθύτερα το χωράφι της ψυχής του, αποκτώντας εμπειρίες που συμπληρώνουν η μία την άλλη κι άλλοτε πάλι μεταβάλλουν -με διαφορετικής υφής ποιότητα και νόημα, αίσθηση και βίωμα- τις προηγούμενες. Εκεί οι ασκητές και οι άγιοι, η φύση και τα μοναστήρια, οι δεήσεις και οι λατρευτικές πράξεις, οι ψίθυροι και οι σκιές, οι εικόνες και οι καθημερινότητες, οι στερήσεις και τα θαύματα, οι προσκυνητές και οι ψαλμωδίες, οι παρακλήσεις και το διαχεόμενο φως, όλα δημιουργούν μια μυστηριωδώς οικεία και ταυτοχρόνως υπερούσια ατμόσφαιρα, λειτουργώντας σαν ένας ενιαίος, αλλά την ίδια στιγμή και πολυδιάστατος καταλύτης. Πρόκειται για τον καταλύτη που μορφοποιεί «καθ’ ομοίωση» ένα ιδιότυπο ενδοεπικοινωνιακό σύμπαν μιας επιτελεστικής διαμεσότητας, με τη Θεοτόκο να μεσιτεύει στο «περιβόλι» της για τη σωτηρία των ψυχών όσων με ταπεινοφροσύνη καταφεύγουν στον Αθω για να γνωρίσουν βαθύτερες αλήθειες, που τους φέρνουν εγγύτερα στην αίσθηση της αιωνιότητας και μέσα από τον θάνατο στη λύτρωση που εμπεριέχεται στην αναστάσιμη ζωή.

Τα μοναστήρια και οι σκήτες με την αναγνωρίσιμη και ιδιαίτερη -τη φρουριακή κατά βάση- αρχιτεκτονική τους φέρνουν στον νου κελύφη οστράκων, άλλοτε πάλι τη σοφία που κρύβουν τα κεραμικά αγγεία, με το σχήμα τους, το οποίο διαμορφώνεται από την ανθρώπινη πράξη, να δημιουργεί τη γραμμή του κλάσματος ανάμεσα στο περιέχον και το περιεχόμενο. Τα κελύφη αυτά της άσκησης και της προσευχής, των διακονημάτων και της ικεσίας, της αλληλέγγυας αγάπης και των παρακλήσεων, καθώς και της επαναληπτικότητας των κανόνων του εκκλησιαστικού και λατρευτικού χρόνου, μορφοποιούν το ανθρώπινο δυναμικό του «περιεχομένου» τους, μετατρέποντάς το σε μια άτρακτο που οδηγεί από τη χοϊκότητα της πλάσης στην ουράνια υπέρβαση.

Στο Αγιον Ορος μύθος και Ιστορία συμβιώνουν παντοιοτρόπως, υποκαθιστώντας άνετα η μία παράμετρος την άλλη, καθώς ο κοσμικός χρόνος καταλύεται. Ολα είναι παρόντα και ταυτοχρόνως όλα ως παρελθόντα ζωντανεύουν και ισοσταθμίζονται με τα μελλούμενα. Γι’ αυτό και η χερσόνησος του Αθω -με ύψος 2.033 μέτρα- συνδέεται καταγωγικά με τη μάχη επικράτησης ανάμεσα στους Γίγαντες και στους ολύμπιους θεούς, όπου σύμφωνα με την παράδοση οι πρώτοι είχαν ηγέτη τους τον πανίσχυρο Αθω. Βλέποντας εκείνος ότι χάνει τη μάχη, πέταξε στον Ποσειδώνα έναν βράχο της Θράκης, ο οποίος κατέληξε στη θάλασσα, παίρνοντας ωστόσο και διατηρώντας μέχρι σήμερα το όνομά του. Ο Αθως μετονομάζεται σε «Ορος» κατά τα χρόνια του Ιωάννη Τσιμισκή και σε «Αγιον Ορος» κατά το πρώτο μισό του 12ου αιώνα, καθώς απαντάται σε χρυσόβουλο έγγραφο του αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού προς την Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας το 1144. Από εκείνη τη χρονιά κι έπειτα το συναντούμε ως «Αγιώνυμον Ορος του Αθω», αν η σημασία της πολυδύναμης αυτής κιβωτού της Ορθοδοξίας κρύβεται στην «ονομάτων επίσκεψη». Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η παράδοση και μαζί η πραγματικότητα που συνιστά τον αγιορείτικο μοναχισμό, με τη μοναδικότητά του, υπερβαίνει κατά πολύ την ονοματοδοσία, γιατί αποτελεί μια διαφορετική ζωή μέσα στους κόλπους της ίδιας της ζωής και ένα σημείο διαχρονικής αναφοράς μιας «άφθορης» χάριτος (όπως τα λείψανα των αγίων) και μιας αναστάσιμης ελπίδας, στην οικουμενική της διάσταση μάλιστα.

*Ιστορικός τέχνης & Θεωρίας του πολιτισμού

{{-PCOUNT-}}12{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα