Δημιουργίες πέρα από τις οπτικές συμβάσεις

Μία έκθεση στη Θεσσαλονίκη και δύο στην Αθήνα, με έργα που χρησιμοποιούν τον ρεαλισμό ως εφαλτήριο για την αφύπνιση των αισθήσεων και του στοχασμού των θεατών

Από την
Αθηνά Σχινά*

Στα νεότερα χρόνια, ιδίως στα μεταπολεμικά, το δίχως άλλο μέχρι και στις μέρες μας ακόμη, δεν υπάρχει πιο παρεξηγημένο κίνημα ή εκφραστική τάση, όπως είναι π.χ. ο ρεαλισμός. Είναι ευρέως αποδεκτό πόσο έχει παρεξηγηθεί, παρερμηνευθεί και κατηγορηθεί ο ρεαλισμός για συντηρητικά σύνδρομα και πλαστεπίγραφα ιδεολογήματα, που διεγείρουν ανακλαστικά εσωστρέφειας, δαιμονοποιώντας την έλξη που ασκούν η αναγνωρισιμότητα και η παραστατικότητα μοτίβων και θεμάτων αυτής της ζωγραφικής κατεύθυνσης. Μιας κατεύθυνσης που, άδικα και αναίτια, είναι αλήθεια, μια μεγάλη μερίδα φιλότεχνων με προοδευτικά σύνδρομα και απαιτήσεις ανατρεπτικών αλλαγών συνδέουν ύποπτα την όποια επιτυχία των έργων αυτών με την εμπορικότητα, σαν να πρόκειται για αξιολογική σπίλωση στα μακαρθικά ιδεώδη τους, τα σχετιζόμενα με την τέχνη. Από την άλλη πλευρά, κανείς δεν είπε ότι η κάθε επιδέξια χειροτεχνία, που εξομοιώνει τις δυνατότητές της με όψεις της καθημερινότητας, είναι έργο τέχνης. Ξεπερασμένη ή όχι, η παλιά αριστοτελική «εντελέχεια» είναι τελικά αναπροσαρμόσιμη και πάντα επίκαιρη.

Ο καλοπροαίρετος θεατής θα πει πως στη «μεσότητα» που βιώνουμε, τουτέστιν στις επικίνδυνες ισορροπίες που επιδιώκουμε (μην τυχόν και εξαιρεθούμε θαρρείς από τις μόδες του εφήμερου), όλα ισχύουν και τίποτε δεν μένει σταθερό. Στην τύρβη, ωστόσο, της αμετροέπειας, της θρασύτητας, της πλαστότητας, της υποκρισίας, του καιροσκοπισμού και των σοφισμάτων της ρητορείας, ένα είναι σίγουρο απέναντι σε όσα γράφονται και λέγονται για τα έργα τέχνης: όταν αυτά δεν διεγείρουν τη συναίσθηση, δεν μεταφέρουν συγκίνηση και δεν κινητοποιήσουν περιστοχαστικά τον νου του θεατή, συν τω χρόνω, τα έργα αυτά -αφού δημοσχεσιακά θα αναλωθούν- σύντομα θα περιθωριοποιηθούν και θα σβήσουν.

Στον αντίποδα του στείρου εγκεφαλισμού και της πληθωριστικά «θεωρητικής» ρητορείας, που για όλα έχει έναν ακροβατικά ανελέητο κι αυταπόδεικτο λόγο -επειδή «πειραματικά» και εξελικτικά υποτίθεται, αυτός αιτιολογείται, λόγω εποχής- αυτές τις μέρες, διακριτικά και σιωπηλά, χωρίς φανφάρες κι εντυπωσιοθηρικά τεχνάσματα, εκθέτει η Κυριακή Χαραλαμπίδου μια σειρά από ζωγραφικά έργα της στην Αίθουσα Τέχνης «Ειρμός» της Θεσσαλονίκης. Η ζωγράφος χρησιμοποιεί τη ρεαλιστική παραστατικότητα σαν εφαλτήριο της ποιητικής και αινιγματικής διάστασης που αποπνέουν τα έργα της, τα γεμάτα φως και μυστήριο, που παραπέμπει σε βασικά υπαρξιακά ερωτήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Η γλώσσα της είναι άλλωστε συμβολική και αλληγορική, καθώς ο ρεαλισμός των έργων της λειτουργεί όχι με αυτοσκοπό (ως δεξιοτεχνικό δηλαδή επίτευγμα των ούτως ή άλλως εξαιρετικών σχεδιαστικών και χρωματικών ικανοτήτων της), αλλά με εντελέχεια, ως εφαλτήριο μέσο, για την αφύπνιση των αισθήσεων και του στοχασμού των θεατών. Κάθε έργο της Κυριακής (Χαραλαμπίδου), όπως εύστοχα σημειώνει ο Χ. Καμπουρίδης στον συνοδευτικό κατάλογο της έκθεσης, διαθέτει φυσικά αυτονομία, αλλά ταυτοχρόνως απαρτίζει το μέρος μιας συνέχειας, ενός άτυπου θα λέγαμε σεναρίου, όπου πρωταγωνιστεί μια νεαρή κόρη, συνήθως ντυμένη στα λευκά, που έχει στα χέρια της ή δίπλα της ένα κόκκινο κουβάρι μαλλί. Το κορίτσι αυτό, που το συναντά κανείς στα ξέφωτα ενός δάσους ή σε χωράφια, με αναπεπταμένο τον ορίζοντα πίσω της και λουσμένη με τις λάμψεις του θερινού απομεσήμερου, εμφανίζεται στα έργα της ζωγράφου σαν ένα είδος persona της Αριάδνης, που προσπαθεί να βρει τον δρόμο της στον λαβύρινθο των ημερών που βιώνουμε. Σκοπός και μέσον, στην περίπτωση αυτή, ταυτίζονται, καθώς η νεαρή κόρη -αποκαλυπτική και εξιλεωτική μέσα από την παρουσία της- μετατρέπεται η ίδια εν τέλει σε σαΐτα ενός νοητού αργαλειού, ο οποίος υφαίνει και υπαινικτικά φανερώνει τον δικό της λαβύρινθο, αλλά παράλληλα και το νήμα της λυσιτέλειας ή της διαφυγής της. Μάλιστα, το κόκκινο χρώμα του νήματος παραπέμπει στην οργανικότητα της πράξης της, στην κόκκινη, θα λέγαμε, φλέβα που σκιρτά από ζωή, μετατρέποντας τον χώρο σε σώμα, κι αντίστροφα, καθώς σαν πλέγμα μέσα στο δάσος (της αφήγησης) στήνει η πανταχού παρούσα αυτή «Αριάδνη», τον μυθοπλαστικό και λαβυρινθώδη ιστό των σκέψεων, των αμφιβολιών, των αποριών, των ερωτημάτων και των αδιεξόδων της, που προσπαθεί να τα υπερακοντίσει.

Σε ιδιαίτερα συγγενικό κλίμα, από την άποψη των παραπάνω προβληματισμών, κινούνται και τα ζωγραφικά έργα του Αλέξανδρου Μουστάκα, που παρουσιάζονται με τον εκθεσιακό τίτλο «Γόρδιος Δεσμός» στην Αίθουσα Τέχνης «Αργώ» της Αθήνας. Ο Κώστας Σερέζης, που γράφει το κείμενο του συνοδευτικού καταλόγου, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η ζωγραφική του ελκύει, ερεθίζει τον άλλον να την αντιληφθεί. Δεν είναι παθητική, ούτε διακοσμητική. Εχει στόχευση. Τα θέματα παρακινούν σε οπτικά και νοητικά ερεθίσματα». Εδώ θα προσέθετα πως είναι πρωτοβάθμια ο τρόπος που αξιοποιεί τη ρεαλιστική απεικόνιση ο Αλέξανδρος (Μουστάκας), παρενθέτοντας στοιχεία συμβολισμών, αλληγορίας και υπερρεαλισμού. Ιδιαίτερα ο υπερρεαλισμός του ζωγράφου σχετίζεται περισσότερο με εικόνες εφιαλτικές ή του ονείρου, αποτροπαϊκές ή επιθυμητικές, οι οποίες καταλήγουν σε αινιγματικά κι ακόμη περισσότερο σε υπαρξιακά αδιέξοδα και όχι στην αταξία ή στις χαοτικές συναρτήσεις του υποσυνειδήτου. Αντίθετα, μάλιστα, από τη σύγχυση που προκαλούν οι παράδοξες συναρτήσεις του υποσυνειδήτου, διευκολύνοντας την αποφόρτιση του «εγώ», τα έργα του Αλέξανδρου (Μουστάκα), αναπτυσσόμενα σαν «υποθέσεις εργασίας», διακρίνονται για τη νηφάλια τάξη τους και τη σαφήνεια, για την ευκρίνεια και την καθαρότητά τους, για τα αφοπλιστικά τους γνωρίσματα και την κρυμμένη τους τραγικότητα, για τα αναπάντεχα που καραδοκούν μέσα από τα θέματά τους και τις ανατροπές της όποιας ασφάλειάς τους, μα περισσότερο θα έλεγα ότι διακρίνονται για την υπαινικτικότητα και την ελεγεία της σιωπής τους. 
Και κάτι επιπρόσθετο στο θετικό, ούτως ή άλλως, πρόσημο της ζωγραφικής του Αλέξανδρου είναι ότι χωρίς εντάσεις και κραυγές -αντίθετα από ό,τι συνηθίζεται στα έργα της γενιάς του- εκείνος ασκεί, μπορεί υπαινικτικά, αλλά πάντοτε απροκάλυπτα και στοχευμένα, την κοινωνική του κριτική, με χαρακτηριστικό έργο του τον «Γόρδιο Δεσμό» και τα αδιέξοδα στα οποία, όπως αισθάνεται κάθε νέος της εποχής, έχει περιπέσει ο τόπος μας, που χρειάζεται πιθανόν ρηξικέλευθες λύσεις, με από μηχανής ίσως θεούς, των οποίων τη θέση και τον ρόλο πλέον έχουν πάρει τα μετουσιωτικά περιστέρια.

Η Ελένη Παρμακέλη, που εκθέτει με τίτλο «Ενα το Δέντρο», μια σειρά από ζωγραφικά έργα της στην Αίθουσα Τέχνης «Περί τεχνών» στην Αθήνα, μπορεί φυσικά να μην ξεκίνησε από τον σύγχρονο ρεαλισμό, χρησιμοποιεί όμως τουλάχιστον τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, που είναι οι αμφισημίες, οι παραδοξότητες και οι αιφνιδιασμοί. Αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει κάτι αναγνωρίσιμο και με διαφορετικούς τονικούς χρωματισμούς επανερχόμενο, ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο, αυτό μορφοποιητικά είναι στα έργα της το αρχέτυπο δέντρο, το οποίο μέσα από τις ποικίλες εκφάνσεις του παραμένει ο κρίκος ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση, στην ύλη και την πνευματικότητα, τον χώρο και τον χρόνο, λειτουργώντας σαν τον ουροβόρο όφι, όπου η αρχή κυκλωτικά ενώνεται με το τέλος κι εκείνο με τη συνεχόμενη αναδημιουργία. «Το δέντρο», γράφει εύστοχα στον συνοδευτικό κατάλογο της έκθεσης ο εξαίρετος Giuliano Serafini, «είναι το ενδιάμεσο μεταξύ του ανθρώπινου και του μεταφυσικού. Ενώνει τον φωτεινό κόσμο της συνείδησης με τον σκοτεινό και χθόνιο του ασυνειδήτου». Η ντιβιζιονιστική και χειρονομιακή πινελιά της Ελένης Παρμακέλη ενώνει επιπλέον, θα έλεγα, τις δύο με τις τρεις διαστάσεις, όπως την επιφάνεια με το βάθος. Επιπλέον, ενώνει τη μικροκλίμακα των χρωματικών «σταξιμάτων» (που παραπέμπουν τεχνικά στις δυναμικές εντάσεις πεδίου του J. Pollock) με τη μεγακλίμακα των αποστάσεων ανάμεσα στον διαστελλόμενο κόσμο του αρχέτυπου -αναφορικά με το συλλογικό ασυνείδητο- και στο αστεροειδές, γαλαξιακό μας ή στο φαντασιακό μας, όπως υποθέτουμε, στερέωμα. Τα ζωγραφικά αυτά έργα είναι μεταιχμιακά, δονούμενα ανάμεσα στην εμφάνιση και την εξαφάνιση, καθώς η εικόνα διαρκώς αποδομείται, μετασχηματίζεται και ανασυγκροτείται, θυμίζοντας τα «πολλά» και το «εν» του Πλάτωνα, που παραπέμπει από τη μια πλευρά στην πολυμορφία και από την άλλη στον ιδεότυπο της ρίζας της ζωής.

*Κριτικός & ιστορικός τέχνης

{{-PCOUNT-}}12{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα