Αποτυπώσεις διεργασιών του βλέμματος

Κάθε πίνακας της Κωνσταντίνας Συλίκου μάς δείχνει τις αποστάσεις που μας χωρίζουν καιμας ενώνουν από τον άλλο μας, κρυμμένο «εαυτό»Τα ζωγραφικά έργα της Κωνσταντίνας Συλίκου οι φιλότεχνοι άλλοτε τα έχουν συναντήσει σε ατομικές εκθέσεις της κι άλλοτε πάλι σε ομαδικές παρουσιάσεις, όπου εκείνη συμμετέχει, επιλεκτικά και όχι συχνά, είναι αλήθεια. Σε αυτό το σημείωμά μου επιχειρώ να ξεκινήσω από τα δικά της τοπία, στα οποία μόνον ως αφορμή έχει χρησιμοποιήσει την πραγματικότητα, για να αποτυπώσει βαθύτερες ισορροπίες χρωμάτων και σχημάτων, χειρονομίας και υποβλητικότητας, φωτισμού και ατμόσφαιρας, με άλλα λόγια ορισμένες ψυχικές καταστάσεις που μπορεί εικαστικά να διατυπωθούν ως αλληγορίες, με κυρίαρχο ιδίωμα το ένδυμα της παραστατικότητας. Ο ρεαλισμός, σε τέτοιου τύπου έργα, εμφανίζεται προσομοιωτικός μιας πραγματικότητας, η οποία ζωγραφικά επιστρατεύει τη μίμηση όχι για να επικυρώσει τις γραφικότητες που τυχόν υποδεικνύει και φυσικά τις ουτοπίες της, αλλά για να υπονομεύσει, μέσα από τις νοσταλγίες που εκκολάπτει, την ασφάλεια και τις βεβαιότητες του προφανούς.

Σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί είναι τόσο χρήσιμη ακόμη η αναγνωρισιμότητα όσων με αληθοφάνεια παριστάνονται με όχημα τη ζωγραφική. Μια πρώτη απάντηση με αμεσότητα θα ήταν, γιατί η ζωγραφική δεν είναι τόπος, είναι τρόπος. Και ως τρόπος αποτυπώνει διεργασίες του βλέμματος και της μνήμης, όπως επίσης των εντυπώσεων και των συλλογισμών, που γεννούν τα προκείμενα. Τα έργα ζωγραφικής της Κωνσταντίνας Συλίκου, που αντιστρατεύονται τον ρεαλιστικό ναρκισσισμό, αποκαλύπτουν στα χρόνια της βίας και της αποστέρησης βασικών αναγκών, στα χρόνια επίσης των εγκεφαλισμών και της σαρκαστικής ειρωνείας απέναντι στα συναισθήματα, τις ανάγκες του υποσυνείδητου να εκφράσει, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, τη λαχτάρα της επιστροφής στην πρωτογένεια, θαρρείς, μιας φύσης, που η χρησιμοθηρία την καταστρατηγεί και την εξαλλοιώνει. Κάθε πίνακάς της μας δείχνει τις αποστάσεις που μας χωρίζουν και μας ενώνουν από τον άλλο μας, κρυμμένο «εαυτό», που πτυχές του μόνον, σαν τον λόγο της παραβολής, αντανακλούν το πλαίσιο ή τον συμβολικό χάρτη αξιών, για να τον ξαναβρούμε.

Οι παραπάνω απόψεις μου επιβεβαιώνονται μέσα από την έκθεση της Μαρίας Χατζηανδρέου, που παρουσιάζεται αυτόν τον καιρό στην Γκαλερί 7. Τον ρόλο του περιβάλλοντος χώρου και ταυτόχρονα του πλαισίου αναφοράς -για την αναζήτηση ενός βαθύτερου ψυχοδυναμικού «κοιτάσματος του εαυτού»- τον αναλαμβάνει, ως αντιστροφή, μια σειρά από πορτρέτα, αποδοσμένα με ρεαλιστικό ιδίωμα, κυρίως τα ίδια τα βλέμματά τους. Αναφέρει λακωνικά σε σημείωμά της η ζωγράφος: «Ζωγραφίζω πορτρέτα ανθρώπων σε αφαιρετικό χώρο, όπου μονάχα τα βλέμματά τους -και σε κάποιες περιπτώσεις λίγα αντικείμενα με συμβολικό χρώμα ή σχήμα- αποκαλύπτουν τις λεπτές πτυχές του ψυχισμού τους. Η έκφραση του προσώπου, αυτό το θαύμα της ανθρώπινης επικοινωνίας, ξεκινά πάντα μ’ ένα ανεπαίσθητο φως, που γεννιέται μέσα στις πιο πηγαίες σκέψεις, πριν αλλοιωθεί από τη συνείδηση».

Στην προκειμένη περίπτωση και στα υποβλητικής αισθαντικότητας έργα της Μ. Χατζηανδρέου το «τοπίο» διαθέσεων και εξωλεκτικής επικοινωνίας με τον θεατή συμπυκνώνεται σε κάθε διερωτηματικό και αφοπλιστικό, θα έλεγα, βλέμμα των εικονιζομένων, ως μια εκδοχή αντικαθρεφτισμού της δικής μας ενδοχώρας και μάλιστα πριν επέλθει η εκλογίκευση και γεννηθούν οι βεβαιότητες, αλλά και οι ναρκισσισμοί ή οι ματαιοδοξίες της συνείδησης. Στα έργα αυτά η ζωγράφος μάς προσφέρει ένα είδος διασταύρωσης των δρόμων του βλέμματος. Εμείς παρατηρούμε τα εικονιζόμενα κι εκείνα απεικάζουν εμάς, με τον ρόλο της «διαμεσότητας» να τον αναλαμβάνει το ίδιο το φως, που λειτουργεί σαν πυξίδα αναζήτησης για βαθύτερες και περισσότερο ειλικρινείς αλήθειες από εκείνες που συμβατικά ορίζουμε.

Αν στα προηγούμενα έργα επικεντρώσαμε την προσοχή του αναγνώστη αυτών των σκέψεων στα είδη των διασταυρωνόμενων βλεμμάτων και στις σημασίες που αναλαμβάνει το φως στη ζωγραφική, στα έργα της ζωγράφου Λίλας Παπούλα, που παρουσιάζονται στην Γκαλερί «Ευριπίδης», οι αποτυπώσεις του βλέμματος διαμορφώνουν ένα άτυπο κι απροσδιόριστο, αλλά -κάτω από τα ύφαλα της εικόνας- αισθητό δίχτυ. Ενα δίχτυ που απλώνεται σαν εκείνο της αράχνης, ενώνοντας και διαχωρίζοντας αφηγήσεις παραστατικότητας και μυθοπλοκές συνειρμών, ανάμεσα σε χρόνους και χώρους, σε παρουσίες κι απουσίες, σε ίχνη και μετασχηματισμούς, σε μνήμες κι αναζητήσεις, σε φώτα και σκιές, σε τεκμήρια και μεταπλάσεις.

Τα αισθαντικά και καλοδουλεμένα αυτά έργα της Λ. Παπούλα, που δεν χάνουν τον αυθορμητισμό τους και την αμεσότητα μετάγγισης του συναισθήματος που αποπνέουν, ούτε από την άλλη πλευρά τον μετουσιωμένο χειρονομιακό δυναμισμό τους (τον διοχετευμένο στις χρωματικές τονικότητες και τις συνθετικές μελετημένες ισορροπίες τους), εστιάζουν περισσότερο στο κατακερματισμένο «πρόσωπό» μας. Το «πρόσωπο» με τα πολλά, ωστόσο, αποσυντονιστικά προσωπεία μας, όπως αυτά αλληγορικά και ως σημάδια ζωής παριστάνονται μέσα από την ανεξέλεγκτη πολιτισμική κρίση αξιών μας, αλλά και μέσα από τις αυθαιρεσίες που απροσχημάτιστα αλλοιώνουν την καθημερινότητά μας. Με στωικότητα, βαθιά αγάπη και πόνο, η ζωγράφος ασκεί έμμεση κοινωνική κριτική, αποκαλύπτοντας τις ανοιχτές πληγές της καθημερινότητας μέσω της οποίας τις βιώνουμε και μας ξαφνιάζουν, ενώ την ίδια στιγμή, ανεπαίσθητα και χωρίς ανθεκτικά άλλοθι, τις αφομοιώνουμε με «γενόσημα» ιδεολογημάτων αλλά και με μια υπόκωφη οδύνη. Οι τραυματικές εμπειρίες που αποκτούμε απεικονίζονται μετωνυμικά στα σπαράγματα των «τοπίων» αυτών της όρασης και των μεταισθήσεων, καθώς συστηματικά και υπόγεια αποπροσανατολίζουν -ως συλλογικό βίωμα κι ατομικό διερώτημα- τις ζωές μας.

Στην προκειμένη περίπτωση, η Λίλα Παπούλα, που από το ’80 φωτογραφίζει τοίχους γκρεμισμένων σπιτιών, χρησιμοποιεί ως πρόσχημα τη φωτογραφική παραστατικότητα ή την αφηγηματικότητα που εκείνη ρεαλιστικά εμπερικλείει. Γιατί δεν την ενδιαφέρει η αναπαράσταση καθεαυτή, ούτε από την άλλη πλευρά η αποκαθήλωσή της, αλλά οι δυνατότητες που μορφοπλαστικά και ως φαντασιακά εναύσματα ή ως δημιουργικά ερεθίσματα της παρέχονται, για να διαπραγματευτεί εικαστικά ορισμένα καίρια επιλεγμένα τεκμήρια της εμπράγματης καθημερινότητας μιας, κατά τα άλλα, καθημαγμένης, εγκαταλειμμένης και διολισθαίνουσας καθημερινότητας, που καταλύει απροσχημάτιστα τον δομικό ιστό της -ως μια απέλπιδα πράξη αυτοχειρίας-, αποχαρακτηρίζοντας ταυτότητες και κοινωνικές συνεκτικότητες. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται ποικίλες, αναγνωρίσιμες ιστορικές, ιδιοσυγκρασιακές και λοιπές αναφορές, την ώρα που απορρυθμίζονται και ριζικά διασαλεύονται συλλογικές μνήμες, με εμφανή παράλληλα μια δραματική αλλαγή στις ανθρώπινες συμπεριφορές. Μολαταύτα, η τέχνη και μόνον ως πράξη συνειδητοποίησης διατηρεί μια ελπίδα για την επόμενη ημέρα.

Την «επόμενη ημέρα», δηλαδή μια καταλυτική και αναμορφωτική διεργασία, σχετική με τα κατάλοιπα του παρελθόντος και τις συνεχώς ανανεωτικές, εκφραστικές ανάγκες του παρόντος, μέσα από τις αποδομήσεις και τις ανασυντάξεις υλικών και τρόπων γραφής, παρουσιάζει στην Γκαλερί Εκφραση η Μαριγώ Κάσση. Στα δικά της έργα, από την άποψη της κατασκευής ή θα λέγαμε της ύλης που αρχιτεκτονείται πάνω σε ημιδιάφανες επιφάνειες, αποκτά σημασιολογικό περιεχόμενο η φέρουσα σχετικά με τη φερόμενη κατασκευή, όπως αντικρισματικά ισχύει και το αντίθετο. Σε αυτήν την περίπτωση η ίδια η δομοσυστατική διαδικασία γίνεται ο πρωταγωνιστής της αφαιρετικής και χειρονομιακής εικονοπλασίας, που υπόστρωμά της κάθε φορά έχει ένα πολύ λεπτό χαρτί, έτσι ώστε να λειτουργεί (μέσα από τα «κουρέλια» ή τα «χάρτινα» ερανίσματα της πραγματικότητας) ως ένα ανάγλυφο εποικοδόμημα ή ένα, θαρρείς, παλίμψηστο, αποτελούμενο από τις επενέργειες μιας ποικιλίας χροιών και υφολογικών ιδιαιτεροτήτων. Αυτές οι διακριτές και παράλληλα συγχρωτιζόμενες ιδιαιτερότητες προέρχονται από ετερόκλητα και πολυεπίπεδα συναρμοσμένα χάρτινα κομματάκια, τα οποία έχει κατά καιρούς η ίδια η δημιουργός περισυλλέξει.

Η Μαριγώ Κάσση κόβει, τρυπά, ράβει, σκίζει, κερώνει και χρωματίζει αυτά της τα χαρτάκια, που υφίστανται, αφενός, ως διαπραγματεύσιμα υλικά, με εγγραφόμενες τις περιπέτειες ενάσκησης και αποτύπωσης της χειρονομίας της, και, αφετέρου, υφίστανται ως ένα μεταγωγικό κάθε φορά «σώμα νοήματος», ένα μεταμορφωτικό και ρυθμογενετικό «σώμα», ποιητικής τάξης. Το ενδιαφέρον της εικαστικής αυτής δημιουργού εστιάζεται στην εντελέχεια της περισυλλογής και της επεξεργασίας του ραμμένου και σε άλλες περιπτώσεις του «στρωματογραφημένου» υλικού της, προκειμένου να διαμορφώσει κάτι καινούργιο. Ηθελημένα και όπως άλλωστε συναντά κανείς, π.χ., στην κουρελού (με τα κομμάτια υφασμάτων σε δεύτερη χρήση, όπου κανείς στηρίζεται σε αυτόν τον λαϊκής παράδοσης τάπητα και περπατάει πάνω του), τίποτε από το παρελθόν δεν παραμένει αμετουσίωτο. Τα έργα της Μαριγώς Κάσση υποβάλλουν υποψίες ρευστών, μετουσιωμένων και διαρκώς, θαρρείς, μετασχηματιζόμενων εικονομορφών, προβαλλόμενων μέσα από αισθήσεις, προερχόμενες ωστόσο από τα κρυμμένα στρώματα της μνήμης, φωλιασμένης στα κατάβαθα του υποσυνειδήτου. Η ίδια αναφέρει σχετικά: «Δένω τα χαρτιά μεταξύ τους [σαν τα παραμύθια] με κόκκινη κλωστή, καμιά φορά και με ασημένια, για να μοιάζει πολύτιμη. Τα δένω με την ψυχή μου… Τι πειράζει αν η κρίση μού στέρησε τα ωραία μου χαρτιά; Δεν μοιάζει αισιόδοξο, μα στ’ αλήθεια μπορεί [και] να είναι!»

*Ιστορικός Τέχνης & Θεωρίας του Πολιτισμού

{{-PCOUNT-}}12{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα