Τα Δώρα των Μάγων από την Πόλη στο Αγιον Ορος

Στην Αγία Σοφία διαφύλαξαν τα ιερά κειμήλια, πιθανώς μαζί με άλλα σημαντικά λείψανα

Από τον
Νίκο Παπουτσόπουλο

Λαμπρές και επιβλητικές τελετές είχε συμπεριλάβει το πλούσιο τυπικό της βυζαντινής αυλής κατά τις ημέρες των μεγάλων δεσποτικών εορτών, με κορύφωμα την «εύσημο και περιφανή προέλευσιν» των αυτοκρατόρων από τα ανάκτορα προς τη Μεγάλη Εκκλησία, σύμφωνα με το εγχειρίδιο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου «Περί βασιλείου τάξεως». Οταν η τελετουργική πομπή έφθανε στο Αυγουσταίον, τις δοχές και τις επευφημίες των αξιωματούχων, των Σχολών και των δήμων της Βασιλίδος των Πόλεων, «Δε Μαρίε Βέργηνε νάτους, ετ Μάγια δ’ ωριέντε κουμ μούνερα αδοράντες», ακολουθούσαν οι υπέροχες ψαλμωδίες των χορών της Αγίας Σοφίας: «Οι θεμέλιοι αυτού εν τοις όρεσι τοις αγίοις. Αγαπά Κύριος τας πύλας Σιών, υπέρ πάντα τα σκηνώματα Ιακώβ και Μάγους σοι προσήνεγκεν, εν πίστει προσκυνούντας σε».

Της αυτοκρατορικής πομπής, στην οποία είχαν προστεθεί οι βασιλικοί σπαθάριοι που έφεραν τα βασιλικά όπλα, είχαν το προβάδισμα ιερά κειμήλια: ο σταυρός του Μεγάλου Κωνσταντίνου και η ράβδος του Μωυσέως.

Είναι γνωστό ότι οι κάτοικοι της Βασιλεύουσας τιμούσαν ιδιαίτερα τα πολύτιμα αντικείμενα της πίστεως και της λατρείας, επειδή είχαν μεγάλη ιστορική και κυρίως συναισθηματική αξία, και συχνές ήσαν οι λιτανεύσεις ιερών και εφέστιων εικόνων και κειμηλίων κατά τη διάρκεια μεγάλων θρησκευτικών εορτών και κοινωνικών εκδηλώσεων με πάνδημη συμμετοχή.

Στον Ναό της Θεοτόκου του Φάρου, στο νότιο τμήμα του Ιερού Παλατίου, το οποίο κατελάμβανε το νότιο άκρο της χερσονήσου της Κωνσταντινούπολης, στην είσοδο του Βοσπόρου, πλησίον του φάρου, είχαν κατατεθεί σημαντικά ιερά αντικείμενα και χριστιανικά κειμήλια, μεταξύ των οποίων οστά των Αγίων Αθώων Παίδων και μέρος από τα Αγια Σπάργανα του Ιησού (από λευκό λινό ύφασμα, που παραχωρήθηκαν το 1205 στον βασιλέα της Γαλλίας Φίλιππο Β΄, ο οποίος τα μετέφερε στο Παρίσι). Στον Ναό της Του Θεού Σοφίας είχαν κατατεθεί τα Τίμια Δώρα, που είχαν προσφέρει στο Θείον Βρέφος οι Μάγοι, «Περσών Βασιλείς», σύμφωνα με τον Ιωάννη Χρυσόστομο, ή Αιγύπτιοι (Αθανάσιος Αλεξανδρείας) ή Αραβες (Ιουστίνος). Ο Ωριγένης (στις αρχές του 3ου αιώνα) καθόρισε τον αριθμό των σοφών ανδρών που προσκύνησαν τον Ιησού και πρόσφεραν τα δώρα, χρυσό και λίβανο και σμύρνα, ενώ τα ονόματά τους έγιναν γνωστά αργότερα, τον 6ο αιώνα: Γκασπάρ, Βαλτασάρ και Μελχιώρ (Balthassar, Melchior, Gaspar, ψηφιδωτό, Αγιος Απολλινάριος ο Νέος, Ραβένα, 556/565).

Σύμφωνα με την παράδοση, η Παναγία είχε διαφυλάξει τα Δώρα των Μάγων και προ της Κοιμήσεώς της τα παρέδωσε στην Εκλησσία των Ιεροσολύμων (ή σε ευσεβείς γυναίκες) μαζί με τα Αγια Σπάργανα, την Τιμία Εσθήτα και την Αγία Ζώνη, όπου και παρέμειναν έως τα τέλη του 4ου αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Αρκάδιος αποφάσισε την ανακομιδή των πάνσεπτων προσκυνημάτων στην Κωνσταντινούπολη.

Στην Αγία Σοφία διαφύλαξαν τα ιερά κειμήλια, πιθανώς μαζί με άλλα σημαντικά λείψανα της Γεννήσεως, μέχρι την άλωση από τους Σταυροφόρους και, προκειμένου να αποφευχθούν κίνδυνοι σύλησης ή καταστροφής, έκριναν σκόπιμη τη μεταφορά πολλών ιερών κειμηλίων στην προσωρινή πρωτεύουσα, τη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου και παρέμειναν για μικρό χρονικό διάστημα, έως ότου επεστράφησαν στην Πόλη, όταν ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος εκδίωξε τους Λατίνους, και παρέμειναν εκεί έως τους χρόνους της Αλώσεως από τους Τούρκους.

Μετά την Αλωση η Μάρω, η χριστιανή σύζυγος του σουλτάνου Μουράτ Β΄ (1421-1451) και μητριά του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητού, παρέδωσε τα Τίμια Δώρα των Μάγων στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου, στο Αγιον Ορος, το 1470, όπου φυλάσσονται.

Η Μάρα Μπράνκοβιτς της Σερβίας (βαλιντέ σουλτάνα, περί τα 1412-1472) ήταν θυγατέρα του Γεωργίου Μπράνκοβιτς της Σερβίας, του οποίου η μοίρα «επεφύλαξε να τιμηθεί με τον βυζαντινό τίτλο του Δεσπότη, που του απένειμε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄, το 1429» γράφει ο Donald M. Nicol. «Ομως, όπως όλοι οι εναπομείναντες χριστιανοί πρίγκιπες στην ανατολική Ευρώπη από τον αυτοκράτορα και κάτω, έτσι και ο Μπράνκοβιτς κυβερνούσε το πριγκιπάτο του με την ανοχή των Τούρκων. Επρόκειτο για ένα παράτολμο παιχνίδι, προσποιούμενος τον πιστό υποτελή, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούσε να δημιουργήσει έναν χριστιανικό συνασπισμό για να αναχαιτίσει το κύμα της νικηφόρας προέλασής τους».

Προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του και να διασφαλίσει τη φιλική και ειρηνική συνύπαρξη με τους Τούρκους, αποφάσισε να δώσει τη Μάρα νύφη στον σουλτάνο Μουράτ Β΄. Η Μάρα Μπράνκοβιτς, σύζυγος πλέον του σουλτάνου, παρέμεινε σταθερή στην πίστη της και εξακολούθησε να υπηρετεί με συνέπεια τις ανάγκες των χριστιανών, αλλά ταυτόχρονα να μυείται στην εθιμοτυπία της οθωμανικής αυλής και του χαρεμιού. Παράλληλα, είχε αναλάβει τις φροντίδες ανατροφής του γιου του σουλτάνου Μωάμεθ, από την πρώτη γυναίκα του συζύγου της, η οποία πέθανε το 1449. «Πολύ σύντομα κέρδισε την εκτίμηση του σουλτάνου και είχε τη δυνατότητα να κρατά τις ισορροπίες μεταξύ των χριστιανών και των Τούρκων» αναφέρει ο Nicol. «Στις φλέβες της κυλούσε το αίμα των βυζαντινών οικογενειών των Παλαιολόγων και των Καντακουζηνών, συγγένευε με την αυλή των Κομνηνών στην Τραπεζούντα. Ωστόσο, κατά καιρούς φαινόταν να είναι περισσότερο Σλάβα παρά Ελληνίδα. Ενα από τα κατορθώματά της είναι ότι έπεισε τον σουλτάνο Μωάμεθ να επιτρέψει τη μεταφορά των οστών του αγίου Ιβάν Rilski από την παλαιά βουλγαρική πρωτεύουσα του Τιρνόβου στο μεγάλο μοναστήρι το οποίο φέρει ακόμη το όνομά του, στη Ρίλα της νοτιοδυτικής Βουλγαρίας, η οποία εκείνη την εποχή ήταν τουρκική επαρχία.

Οταν πέθανε ο Μουράτ, ήταν γνωστή στον χριστιανικό κόσμο ως «εμίρισσα» ή «χήρα του εμίρη», ή ως «βαλιντέ σουλτάνα» ή ακόμη και ως «imperatrix». Απέκρουσε ευγενικά την πρόταση να γίνει σύζυγος του χήρου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και προτίμησε να συνεχίσει το υπόλοιπο του βίου με την εύνοια και την προστασία του προγόνου της, Μωάμεθ Β΄ του Πορθητού, ο οποίος τη θαύμαζε και την τιμούσε, καθώς τη θεωρούσε μητέρα του. «Κάπου πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο της Μάρας ο Ναός της Αγίας Σοφίας θα μετατρεπόταν σε τζαμί. Σε ένα έγγραφο (φιρμάνι) που αναφέρει την πράξη δωρεάς του Μωάμεθ, αυτός αποκαλεί τη Μάρα “μητέρα μου Δέσποινα Χατούμ και εμίρισσα, κυρία των χριστιανών δεσποσυνών”».

«Η Μάρα ήταν επίσης μία ευσυνείδητη προστάτις της σερβικής Μονής του Χιλανδαρίου, στο Αγιον Ορος, όπου είχε πεθάνει ο αδελφός της Γρηγόριος, καθώς επίσης και της Μονής του Αγίου Παύλου προς την οποία μεγάλες δωρεές είχε κάνει ο πατέρας της Γεώργιος. Το 1479 εμπλούτισε και τα δύο αυτά καθιδρύματα με ετήσιες προσόδους από το προσωπικό της ταμείο».

Με την Αλωση της Πόλης πολλά από τα ιερά κειμήλια είχαν περιέλθει στην κατοχή του Πορθητού και, πιθανώς, αποτελούσαν μέρος της συλλογής των χριστιανικών κειμηλίων. Την «πέτρα επάνω στην οποία γεννήθηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός» είχε διαπραγματευθεί το 1489 ένας διαμεσολαβητής του Βαγιαζήτ Β΄, διαδόχου του Μωάμεθ Β΄, όταν πρότεινε στον Κάρολο Θ΄ της Γαλλίας να αγοράσει τη συλλογή των λειψάνων του Πορθητού. Ωστόσο, μέρη από τα πολύτιμα Δώρα των Μάγων, «τα οποία πέμπουσι τερπνήν ευωδίαν», όπως αναφέρει στο παλαιότερο από τα έντυπα Προσκυνητάρια του Αγίου Ορους, που συνέθεσε ο ιατροφιλόσοφος Ιωάννης Κομνηνός (1657-1719), «αφιέρωσεν η Δέσποινα Μάρω εις το θείον και Ιερόν Μοναστήριον του Αγίου Παύλου, το οποίον κατοικείται από Βουλγάρους και Σέρβους».

{{-PCOUNT-}}16{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα