Γήινη και ονειρική πραγματικότητα

Τις εκδοχές της εικαστικής του ψευδαίσθησης τις χρησιμοποιεί ο Δημήτρης Αναστασίου σαν εργαλεία και συνεχώς τις επανεννοιοδοτεί ως θαυμαστικάΑπό την 
Αθηνά Σχινά*

Παρότι οι δύο εικαστικές εκθέσεις στις οποίες θα αναφερθώ ανήκουν σε διαφορετικά είδη και τρόπους εκφραστικής διατύπωσης (όπως είναι η φωτογραφία και η ζωγραφική), έχουν εντούτοις κάποιες συγγενικές αφετηρίες όσον αφορά τους προβληματισμούς που απασχόλησαν και τους δύο δημιουργούς, τη Σμάρα Αγιακάτσικα, που εκθέτει την ενότητα φωτογραφιών της «Last Judgement» στην Γκαλερί ΑΡΓΩ (Νεοφ. Δούκα 5), και τον Δημήτρη Αναστασίου, που παρουσιάζει το ζωγραφικό «Εικονιστόρημά» του στην Γκαλερί ΕΝΑ (Βαλαωρίτου 9). Η εγγύτητα απόψεων αφορά την πραγματικότητα που ζούμε και τη μετουσίωση, τη συνέχεια και ασυνέχεια της ζωής, καθώς επίσης τα φανερά και τα αθέατα ή τις προθέσεις και τις υπερβάσεις που βιώνουμε, που ονειρευόμαστε, άλλοτε, πάλι, τις επικράτειες όπου η φαντασία ή τα όνειρα μας οδηγούν.

«Τα έργα», μας διαμηνύει με κείμενό της η εικαστική φωτογράφος Σμάρα Αγιακάτσικα, «πραγματεύονται τη φύση της αλληγορίας της ψυχής». Και συνεχίζει: «Ο άλλος κόσμος εμφανίζεται με την εικόνα αυτού του κόσμου. Στο βάθος όμως βρίσκεται το μυστήριο της ψυχής μας, στις τρεις καταστάσεις της, την Ανθρώπινη, την Απογυμνωμένη και την Αναγεννημένη, που αντιπροσωπεύονται από την Κόλαση, το Καθαρτήριο και τον Παράδεισο». Αναφέρεται στον Οδυσσέα, στον Δάντη, στον Αινεία, στον Ορφέα και τον Χριστό, που έκαναν το φοβερό ταξίδι μέχρι τον Αδη, καθένας για διαφορετικό λόγο και σκοπό, γιατί ο Αδης είναι η τελείωση και η ολοκλήρωση για τον άνθρωπο, ενώ η Κάθαρση είναι προσωπική υπόθεση, όπως και η ανάσταση του πνεύματος.

Οι πίνακες που ενέπνευσαν τη δημιουργό φωτογράφο και παράλληλα τη βοήθησαν να κάνει τη δύσκολη αρχή αυτής της δουλειάς της, όπως η ίδια λέει, ήταν τα έργα «Η σφαγή των αθώων» του Ρούμπενς (1611-12), «Ο Ιησούς εκδιώκει τους εμπόρους από τον Ναό του Σολομώντα» του Ελ Γκρέκο (1568), «Ο Γάμος στην Κανά» του Βερονέζε (1557) και «Ο Μυστικός Δείπνος» του Λεονάρντο ντα Βίντσι (1495-1498). Χωρίς να χρησιμοποιεί η Σμ. Αγιακάτσικα ψηφιακές παρεμβάσεις για τυχόν αλλαγές στη σύνθεση, στο χρώμα ή στο καδράρισμα, επιστρατεύει έγχρωμους φωτισμούς ή φίλτρα. Αλλοτε μεγεθύνει εκ των υστέρων μια πιο έντονη φλου εικόνα ή χρησιμοποιεί -τέλος- κινούμενους φωτισμούς. Με άλλα λόγια, δημιουργεί έναν εικαστικό επισχολιασμό, επιλέγοντας κάποια ορόσημα από την ιστορία της τέχνης που έχουν θρησκευτικές ή μυθολογικές αναφορές. Αυτός ο αποδομούμενος και διαδικαστικά κατόπιν ανασυγκροτούμενος «λόγος» της εικόνας της αποδίδει (μέσα από την κίνηση) εκφραστικό ρυθμό και ταλάντωση, υιοθετώντας τις όψεις και τις δονήσεις ενός «άκτιστου» φωτός, μέσα από την εννοιολογική παρασημαντική του οποίου καλείται ο θεατής να δει και να αισθανθεί όλα τα πραγματογνωστικά και υπερβατικά στοιχεία που διαλεκτικά τα υποδεικνύουν τα έργα και το συνοδευτικό κείμενο της ίδιας της Σμ. Αγιακάτσικα.

Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα -όσον αφορά την τελική στόχευση- κινείται ο Δημήτρης Αναστασίου. Καταρχάς αξιοποιεί τον χώρο όπου παρουσιάζει τα έργα του (χρησιμοποιώντας στην πλειονότητά τους το αναπαραστατικό ιδίωμα). Το εκφραστικό αυτό ιδίωμα δεν είναι ούτε πανάκεια ούτε ανάθεμα, έτσι όπως το αντιμετωπίζουν, μέσα από τις ακραίες συνέπειές του, οι «εκσυγχρονιζόμενοι» Ελληνες καλλιτέχνες της «προωθημένης» πια πρωτοπορίας, αναφερόμενοι τις περισσότερες φορές ειρωνικά και ανάμεσα στις σπουδαιοφανείς σοφιστείες τους. Το ζήτημα είναι να ξέρει κανείς τι επιλέγει και για ποιον λόγο το προτιμά, προκειμένου να εκφράσει αυτό που θέλει, έτσι ώστε το σκεπτικό του να αντανακλάται μέσα από τα ίδια τα έργα και όχι από τις υποστηρικτικές και φιλολογικού τύπου ρητορείες που τα πλαισιώνουν.

Οι τοίχοι της γκαλερί στην έκθεση του Δημ. Αναστασίου λειτουργούν ταυτόχρονα ως λαβυρινθώδεις και υπεργειωνόμενες διαδρομές, ενώ ταυτοχρόνως εμφανίζονται ως σελίδες ημερολογιακών σημειώσεων. Λειτουργούν δηλαδή μέσα από τη σύμβαση των δύο και την ίδια στιγμή των τριών διαστάσεων. Η έκθεση ολόκληρη μεταμορφώνεται σε ένα χωροχρονικό και λειτουργικό matrix. Με άλλα λόγια, ο τρόπος παρουσίασης των έργων από τον ίδιο τον δημιουργό τους τα μεταβάλλει σε γραμματικά, συντακτικά και εννοιολογικά στοιχεία μιας «εγκατάστασης» (installation), που την παρακολουθεί κανείς κυκλοτερώς, εκεί όπου ο χρόνος δεν λειτουργεί γραμμικά αλλά ως ολοκλήρωμα, μέσα από τις συνέχειες και τις ασυνέχειες της αφηγηματικότητας όσων αινιγματικά και ερωτηματικά αντανακλά, ισορροπώντας οριακά τη φαινομενολογία με την οντολογία, την καθημερινότητα με το όνειρο, τις εγκόσμιες επίσης καταστάσεις με τις φαντασιακές.

Ο ζωγράφος, στην προκειμένη περίπτωση, έχει μεταμορφωθεί στα υλικά του, δηλαδή στο μολύβι, στο πενάκι, στο χαρτί και στα χρώματα ή στις επιφάνειές του, που εδώ εμφανίζονται σαν μια πολλαπλότητα και ποικιλία του Μανδηλίου της Αγ. Βερονίκης, διατηρώντας παράλληλα στα έργα του και τους δύο ρόλους, του αφηγητή και των αφηγουμένων του, καθώς ευέλικτα και εναλλακτικά κατανέμει τον εαυτό του ανάμεσα στην υποκειμενικότητα και την ετερότητα. Γίνεται είδωλο και κάτοπτρο του εαυτού του και των πραγματικοτήτων που γεννούν και ορίζουν η γνωσιολογία και η αντίληψή του. Περπατά και πετά, κοιμάται (δηλαδή περνά σε άλλη διάσταση) και αφυπνίζεται (συνειδησιακά). Συναντά και γεννά τον πατέρα του ή τον επίγονο και άλλοτε πάλι τον αδελφό του, μεταλλάσσοντας αφηγηματικούς ρόλους και εξοβελίζοντας τα αυτονόητα, χωρίς ωστόσο να διαλύει τον συνειρμό. Επιπλέον, καταγράφει ό,τι συνδυαστικά αντλούν οι αισθήσεις του και την ίδια στιγμή αυτοακυρώνεται ως προς τις σημασίες που αποκομίζει, ανατρέποντας κάθε μορφή κατοχύρωσης και βεβαιότητας που θα συρρίκνωνε την οπτική και την προσπελασιμότητά του. Περιδιαβαίνει και ονειρεύεται τον εαυτό του να κατακτά και να κατακτάται από τις συγκυρίες, καθώς επίσης και από τα απροσδόκητα. Ζει εφιάλτες και ελπίδες, διαφυγές και καταφυγές, μύθους κι ανατροπές, αφηγήματα και ιστορήματα, αλλοτριώσεις και υπερβάσεις, φόβους και απολυτρωτικές συνθήκες, θανάτους και αναγεννήσεις, μεταμορφωνόμενος ο «ήρωάς» του συνεχώς σε αντιήρωα κι αντίστροφα.

Η ζωγραφική του Δημ. Αναστασίου είναι εμπνευσμένη από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία (από τον Πλάτωνα, τον Ιπποκράτη, τον Πλούταρχο, τον Επίκουρο, τον Δημόκριτο, τον Αρίσταρχο, τον Αριστοτέλη κ.ά.), αλλά και από τις σύγχρονες κινηματογραφικές λήψεις ή εκείνες των drones, από το θέατρο και το πάλκο, από τους δρόμους και τις υπόγειες διαδρομές, από τα κόμικς και τη φωτογραφία, από διαφημίσεις και ηλεκτρονικά blogs, από μεγάλους δασκάλους ζωγραφικής του παρελθόντος, όπως και από έργα-ορόσημα της ιστορίας της τέχνης. Ο συγκεκριμένος ζωγράφος όχι μόνο φιλτράρει ό,τι δανείζεται ή, ακριβέστερα, τους συγκερασμούς των εμπνεύσεών του, διαμορφώνοντας το σύνθετο προσωπικό του εκφραστικό ιδίωμα, αλλά πραγματεύεται και σοφά την ίδια την ψευδαίσθηση. Τις εκδοχές της εικαστικής του ψευδαίσθησης τις χρησιμοποιεί ο Δημ. Αναστασίου σαν εργαλεία και συνεχώς τις επανεννοιοδοτεί ως θαυμαστικά και συνδέσμους, άλλοτε πάλι ως απορίες και ερωτηματικά, ως αμφιβολίες και αναθεωρητικούς μηχανισμούς, μετατρέποντας -μέσα από υπαινιγμούς του χιούμορ και της τραγικότητας της ζωής- την αληθοφάνεια σε ένα γοητευτικό πλάνεμα του νου, που στοχεύει στη διεύρυνση των οριζόντων της γνώσης, της συνεχούς μεταβλητότητας και της διαίσθησης, η οποία ισοβαθμεί εδώ με τη δημιουργική φαντασία.

*Ιστορικός της Τέχνης και της Θεωρίας του Πολιτισμού

{{-PCOUNT-}}12{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα