Η θεσμοθέτηση «ειλικρινούς διαλόγου» για τη Μακεδονία

H Θεσσαλονίκη διατηρεί με τα ιστορικά μνημεία την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, μέσα από την οποία αναδύονται οι δραστηριότητες που έδωσαν νέες διαστάσεις στον βυζαντινό πολιτισμόΑπό τον
Νίκο Παπουτσόπουλο

E λληνικές επιχειρήσεις της βορείου Ελλάδος που χρησιμοποιούν σε ονομασίες και εμπορικά σήματα το επίθετο «μακεδονικός» αντιμετωπίζουν πρόβλημα με την απώλεια του συγκριτικού πλεονεκτήματος, καθώς η ΠΓΔΜ θεωρεί αποκλειστικό δικαίωμα τη χρήση του επιθετικού προσδιορισμού. Ελληνικές επενδύσεις και προσπάθειες ετών, προκειμένου τα προϊόντα της Μακεδονίας (ως γεωγραφικής έκτασης, με τη γνωστή μακρά ιστορία) να αναγνωρίζονται διεθνώς, πιθανώς θα αποτελέσουν πηγή ωφελειών για τη γείτονα, η οποία χάρη στις παροχές της «Συμφωνίας των Πρεσπών» θα διεκδικήσει και θα επιτύχει την αποκλειστική χρήση του ονόματος.

Η συμφωνία για «τη διευθέτηση της διαφοράς περί το όνομα, των εκκρεμών θεμάτων που σχετίζονται με αυτό και την εμπέδωση σχέσεων καλής γειτονίας» αναφέρει: «Σε σχέση με τα ονόματα και τις ορολογίες στις εμπορικές ονομασίες (commercial names), τα εμπορικά σήματα και τις επωνυμίες (trademarks και brand names), τα μέρη συμφωνούν να υποστηρίξουν και να ενθαρρύνουν τις επιχειρηματικές κοινότητές τους να θεσμοθετήσουν έναν ειλικρινή, δομημένο και με καλή πίστει διάλογο, στο πλαίσιο του οποίου θα επιδιώξουν και θα βρουν αμοιβαίως αποδεκτές λύσεις στα θέματα που πηγάζουν από τις εμπορικές ονομασίες (commercial names), τα εμπορικά σήματα και τις επωνυμίες (trademarks και brand names) και όλα τα σχετικά ζητήματα σε διμερές και διεθνές επίπεδο» (Μέρος 1, Αρθρο 1.3.θ.)

Ονομασίες και εμπορικά σήματα παραπέμπονται σε υψηλού επιπέδου διάλογο καλής πίστης, όπως επίσης στη βάση της ισότητας σε Κοινή Διεπιστημονική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων παραπέμπονται, αορίστως, θέματα που αφορούν την Ιστορία, την αρχαιολογία και την εκπαίδευση (Αρθρο 8.5), και τα οποία σε δύσκολες περιόδους και συνθήκες, ιδιαίτερα στην περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, έγιναν αιτία να προβληθούν υπέρλογες διεκδικήσεις, να φορτιστούν οι λαοί και να εκλείψουν περιθώρια υποχωρήσεων και συμβιβασμών.

Το έβδομο άρθρο της συμφωνίας αναφέρει ότι «τα μέρη αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους “Μακεδονία” και “Μακεδόνας” αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά, αλλά η αντίληψη όρων όπως “Μακεδονική δυναστεία”, “Μακεδονική Σχολή αγιογραφίας”, “Μακεδονικός Αγώνας”, “Μακεδονομάχοι” (όροι που αναφέρουν και τα σχολικά εγχειρίδια) σαφώς ήδη προκαλεί σύγχυση», ιδιαίτερα μεγάλη σε μέλλοντα χρόνο, τη στιγμή που «τίποτα στην παρούσα Συμφωνία δεν αποσκοπεί στο να υποτιμήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ή να αλλοιώσει ή να επηρεάσει τη χρήση από τους πολίτες εκάστου μέρους» (Αρθρο 7.5).

Προκειμένου να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και τις ανησυχίες, ο Ελληνας πρωθυπουργός αποδοκιμάζει όσους «θέλουν μια φοβική και περίκλειστη Ελλάδα» και αποφεύγουν «να δουν τη μεγάλη γεωπολιτική εικόνα και το πεδίο ευκαιριών που διανοίγονται ειδικά για την επιχειρηματική κοινότητα και την ανάδειξη της Θεσσαλονίκης ως της πραγματικής πρωτεύουσας των Βαλκανίων».

Ωστόσο, η Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα πόλη της Μακεδονίας, διατηρεί με τα ιστορικά μνημεία, το Επταπύργιον, τις Πορτάρες στο βόρειο τμήμα των τειχών, τους πύργους και τους προμαχώνες, τους ναούς και τις μονές, την ιδιαίτερη αχρονική ατμόσφαιρα, μέσα από την οποία αναδύονται οι πνευματικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες που έδωσαν νέες διαστάσεις στον βυζαντινό πολιτισμό, και διηγείται την Ιστορία της Μακεδονίας στις περιόδους που ακολούθησαν.

Στα έτη της δυναστείας των Μακεδόνων, με διάρκεια σχεδόν δύο αιώνων, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επρόκειτο να γνωρίσει περιόδους ακμής και δόξας, με την επιτυχή έκβαση αγώνων σε Ανατολή και Βορρά και θριάμβους στην εποχή των Ιωάννη Τσιμισκή και Βασιλείου Β’, ενώ παράλληλα σημειώνεται σημαντική πνευματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη.

Η «Μακεδονική Σχολή» αγιογραφίας («βουλγαρική» ή «σερβική», σύμφωνα με αυθαίρετες ερμηνείες «φίλων» γειτόνων), που παρακολουθεί και εξελίσσει την τέχνη των προηγούμενων περιόδων (δυναστείας Μακεδόνων και Κομνηνών), καταδεικνύει τον συνεχή σύνδεσμο της Θεσσαλονίκης με την Κωνσταντινούπολη, καθώς από τον 11ο ως τις αρχές του 14ου αιώνα επιφανείς αγιογράφοι κοσμούν πολλούς ναούς της πρωτεύουσας της Μακεδονίας και της ευρύτερης περιοχής.

Ο Γεώργιος Καλλιέργης, εκλεκτός πολίτης της Θεσσαλονίκης και «όλης Θετταλίας (Μακεδονίας) άριστος ζωγράφος», από τους σημαντικούς εκπροσώπους της περιόδου, όπως άλλωστε μαρτυρούν οι τοιχογραφίες στον Ναό της Αναστάσεως του Χριστού στη Βέροια.
Οι υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας τοιχογραφίες της «Μακεδονικής Σχολής» αποτυπώνονται θαυμαστά στον Αγιο Νικόλαο τον Ορφανό, ένα μονόχωρο ξυλόστεγο κτίσμα με περίστωο που απολήγει σε δύο παρεκκλήσια (στα ανατολικά τείχη της Ανω Πόλης), με πολλούς εικονογραφικούς κύκλους και έντονες συνθέσεις, που χρονολογούνται στις αρχές του 14ου αιώνα. Στις ιστορικές σκηνές αλλά κυρίως στις σκηνές του Πάθους εντείνεται ακόμη περισσότερο η αφηγηματική διάθεση, ώστε κάθε θέμα να αναλύεται σε περισσότερες λεπτομέρειες της διαδικασίας του δράματος, ως να απηχούνται αλληγορικά οι αγωνίες και οι περιπέτειες του λαού της συμβασιλεύουσας. Η προσωνυμία «Ορφανός» ή «των Ορφανών» σχετίζεται με όνομα οικογένειας ιδρυτών και κτητόρων ή με πιθανή λειτουργία ορφανοτροφείου, στην εποχή που ο ναός ήταν το καθολικό μικρής μονής.

Στον 13ο αιώνα «στη Θεσσαλονίκη κυριαρχεί η μεγάλη μορφή του ζωγράφου Μανουήλ Πανσέληνου, που κοντά του ασφαλώς ανδρώθηκαν και άλλοι τεχνίτες, επώνυμοι ή ανώνυμοι» σημειώνει ο Δ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος (βλ. και φύλλο της 1ης Ιουλίου). «Η ξυνωρίδα Μιχαήλ και Ευτυχίου των Αστραπάδων, Ελλήνων ζωγράφων που πρωτοστάτησαν στην αγιογράφηση του Ναού της Περιβλέπτου (σήμερα Αγ. Κλήμεντος) στην Αχρίδα (1285) και αργότερα στη Σερβία τουλάχιστον σε τρεις άλλους ναούς έχει συνδεθεί από παλαιότερα με το όνομα του Πανσέληνου, πράγμα που πιθανόν επιβεβαιώνεται από πρόσφατη έρευνα στο Πρωτάτο!
Αυτή η περίπλοκη ζωγραφική σχέση, που παλαιότερα συνηθιζόταν να αποκαλείται “Μακεδονική Σχολή ζωγραφικής” και σήμερα φέρεται ως “ογκηρό ύφος” (volume style), αποδεικνύει ότι οι ρίζες της παλαιολόγειας ζωγραφικής στην παλαιά Σερβία -και συνεπώς και στην περιοχή του κρατιδίου των Σκοπίων- ανάγονται στο Αγιον Ορος, στη Θεσσαλονίκη και στους εκεί Ελληνες ζωγράφους.

Η γένεση του ρωσικού πανσλαβισμού και οι εθνικισμοί τον 19ο αι., που προσπάθησε να καταπολεμήσει η Ορθόδοξη Εκκλησία, επηρέασαν τη σκέψη των αρχαιολόγων – ιστορικών της τέχνης με διάφορους τρόπους, ωθώντας ακόμη και σε παραχάραξη επιγραφών, προκειμένου να καταδειχθεί η “σλαβικότητα” -ή, κατά την α-νόητη πρόσφατη παραχώρηση, η “βορειο-μακεδονικότητα”!- των έργων που βρίσκονται στη βάση της πολιτιστικής τους κληρονομίας. Διεκδίκησαν έμμεσα ακόμη και την πατρότητα της “Μακεδονικής Σχολής” -ή μήπως της “Νοτιο-μακεδονικής σχολής” κατά τους σημερινούς ταγούς μας;-, υπερτονίζοντας ορισμένα χαρακτηριστικά και αποσιωπώντας άλλα».

{{-PCOUNT-}}14{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα