Βασίλειος Λεονάρδος, ο πρώτος οδηγός για την Ολυμπία

Ο αρχαιολόγος που αφιέρωσε τη ζωή του στην έρευνα και την ανάδειξη της πνευματικής παρακαταθήκης, των πολιτισμικών θησαυρών της ελληνικής γης και προσέφερε λαμπρές υπηρεσίες στην επιστήμηΑπό τον
Νίκο Παπουτσόπουλο

Την ιερή γη της Ολυμπίας, που απαθανάτισαν μύθοι και θρύλοι, ιστορίες και αφηγήσεις θεών και ηρώων, αποτύπωσε ποιητικά στον πρώτο οδηγό για την Αρχαία Ολυμπία (1901) ο αρχαιολόγος Βζσίλειος Λεονάρδος (1857-1929), στην εποχή που έφορος της Ολυμπίας περιγράφει τον τόπο που δόξασαν και θα δοξάζουν στον αιώνα οι αγώνες. Επί μία χιλιετηρίδα και πλέον αγώνες, πανηγύρεις και θρίαμβοι με στεφάνους και δάφνες κόσμησαν τη μαγευτική χώρα, που θέλγει και καθηλώνει τον επισκέπτη με το μοναδικό κάλλος της αλλά ταυτόχρονα τον υποβάλλει, ώστε να θεωρεί ότι μεταφέρεται από τον αισθητό κόσμο σε έναν ανώτερο, καθώς ανατρέχει στους ένδοξους αιώνες. 

Οι στιγμές του δειλινού επιφυλάσσουν στον ξένο επισκέπτη μιαν άλλη γοητεία, ιδιαίτερα στην πανσέληνο: Από τα ψηλότερα σημεία της περιοχής, σπάνιο θέαμα προσφέρει η Ολυμπία κοιλάδα και η υπέροχη γύρω από αυτήν φύση. Κάτω από το ωχρό φέγγος του αργυρού δίσκου τα ένδοξα ερείπια, που κείτονται κοντά στα ακτινοβόλα νάματα του Κλαδέου και του Αλφειού, αποκτούν αρτιότερο σχήμα, η φαντασία συμπληρώνει τα κενά, εκείνα που χάθηκαν ή που κατέστρεψαν ο χρόνος και η αμάθεια ορθώνονται ξανά, οι χιλιάδες των αγαλμάτων που κάποτε κοσμούσαν ολόκληρη την περιοχή, από το Κρόνιον ως την Αλτιν και το Ατάδιο.

Ο καπνός των θυσιών φθάνει ψηλά ως τον ουρανό, συνεγείρονται και αθλούνται πανέμορφα και ρωμαλέα σώματα και, καθώς φοβερός αντηχεί ο θόρυβος των αρμάτων, αναδύονται από την αχλή του μύθου και της Ιστορίας οι μυριάδες των προσκυνητών, αντηχούν τριγύρω οι επικροτήσεις, οι έπαινοι και τα επινίκια, και αναπλάθεται τέλεια η εικόνα της πανελλήνιας εορτής. Ωστόσο, σημειώνει ο Λεονάρδος: «Φαίνεται όντως άπορον ότι τη θερμοτάτη του έτους ώρα ετελούντο οι αγώνες: πολλαχού μνημονεύεται το πνίγος του καύσωνος, εν ω το σκάμμα παρεβάλλετο προς κάμινον, οι δε θεαταί καθήμενοι κατά τους αγώνας γυμνή τη κεφαλή παρίσταντο πάσχοντες μάλλον των κινουμένων και εσκληραγωγημένων αθλητών, έτι δε η εκεί εν παλαιοτέροις χρόνοις σπάνις του ύδατος και η τύρβη και στεναχωρία, ή τε άλλη και η εν σκηναίς και καλύβαις και πρατηρίοις. Αλλά πάντα ταύτα εν ουδενί τιθέμενοι λόγω, σπεύδοντες δ’ εν μέρει ήδη, εκ μέσων νυκτών να καταλάβωσι θέσιν, εκαρτέρουν αναμένοντες οι φιλοθεάμονες πανηγυρισταί».

Ιδιαίτερα γλαφυρός και παραστατικός στις περιγραφές των μνημείων ενός πολιτισμού που λάτρεψε. «Ηδύ τι θάμβος άμα τη πρώτη θέα εμποιεί το όλον άγαλμα» σημείωνε περιγράφοντας τον Ερμή του Πραξιτέλους. «Ο ευρύστερνος κορμός μετά των ευπεριγράφων και εκατέρωθεν ελευθέρων σκελών, αποκαλύπτουσιν εν ομαλαίς καμπύλαις οιονεί σαρκός ελαστικότητα, επιχαριτωτάτην δε σχήματος αρμονίαν και ευρυθμίαν. Η καλλονή του αγάλματος εξαίρεται και διά της προς το ύφασμα των ιματίων αντιθέσεως της παγγύμνου σαρκός». Και, σχολιάζοντας την αντίθεση αυτή, αναφέρει ότι, όταν έστειλαν στη Δύση την πρώτη φωτογραφία του Ερμού με τη χλαμύδα, είχαν εκφράσει την απορία αν ο φωτογράφος ήταν υπεύθυνος για την προσθήκη του υφάσματος.

Ο Βασίλειος Λεονάρδος στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του πραγματοποίησε ανασκαφές στην Ηλεία και στην Αρκαδία, στη Λυκόσουρα, όπου αποκάλυψε στα 1895 το Ιερό της Δεσποίνης και στον Ωρωπό, όπου από το 1884 και έως τον θάνατό του αποκάλυψε ολόκληρο το Ιερό του Αμφιαράου και την κατοικίδιο συνοικία.
Σε αυτούς τους ιστορικούς τόπους, όπως αναφέρει ο Γεώργιος Οικονόμος, «ο Λεονάρδος έπλεξεν τον στέφανον της αρχαιολογικής του φήμης». Αριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας, του μέτρου και της επιγραφικής τέχνης, ο Λεονάρδος μελέτησε σχολαστικά τις επιγραφές και άντλησε από αυτές πλήθος σπάνιων και πολύτιμων στοιχείων. Η δημοσίευσή τους με τρόπο υποδειγματικό, η λεπτομερής περιγραφή και ο σχολιασμός προσδιορίζουν με απόλυτη ακρίβεια την επιστημονική μέθοδο, την οποία ακολούθησε και στην οποία αφοσιώθηκε.

Επιμελητής της «Αρχαιολογικής Εφημερίδος», ο Βασίλειος Λεονάρδος αποπειράθηκε στα 1913 να καταργήσει την ψιλή, χωρίς όμως επιτυχία, επειδή δέχθηκε σφοδρή επίθεση από τον υπέρμαχο της καθαρεύουσας Γεώργιο Μιστριώτη, ο οποίος σε ομιλία του στο Συμβούλιο της Εταιρείας είχε εκφράσει δυσμενή άποψη για την καινοτομία του Λεονάρδου: «Εν τη επικεφαλίδι των διατριβών του τελευταίου τόμου της “Αρχαιολογικής Εφημερίδος” δεν υπάρχει το ψιλόν πνεύμα. Τη αληθεία δεν επίστευσα τους οφθαλμούς μου, διότι ανήρ, όστις είναι και ελληνιστής άριστος και φιλόπατρις, ηθέλησε να ποιήση αρχήν, ήτις ηδύνατο να εκληφθή ως πρώτον βήμα χωρισμού της αρχαίας και της νεωτέρας γλώσσης. Βεβαίως η διαφορά ήν ηθέλησε να εφαρμόση είναι μικρά, αλλ’ εάν σπουδαιότατον επιστημονικόν περιοδικόν καθιερώση και μικράν διαφοράν, άλλοι χυδαΐζοντες θέλουσιν προβή εις ολοσχερή κατάλυσιν των πνευμάτων και των τόνων. Δια ταύτα προτείνω εις το Συμβούλιον, ίνα απαγορευθή εν τω μέλλοντι η κατάλυσις του ψιλού πνεύματος». Ο Λεονάρδος παραιτήθηκε από το αξίωμα του συμβούλου της Εταιρείας καθώς και του μέλους της δημοσιευτικής επιτροπείας με επιστολή του, στην οποία πάντως δεν υπήρχε η ψιλή. Ωστόσο, ως διευθυντής της «Αρχαιολογικής Εφημερίδος», καθόρισε ότι οι μελέτες οι οποίες δημοσιεύονται σε αυτήν θα πρέπει να είναι «εν γλώσση καθαρευούση τε και ευπρεπεί συντεταγμέναι».

Εισήγαγε πολλούς όρους στην αρχαιολογία και μεταξύ αυτών έδωσε το όνομα «κούρος» στον κυρίαρχο τύπο των αγαλμάτων της αρχαϊκής πλαστικής, προσωρινά, και «χάριν συντομίας, μέχρι της οριστικής διακρίσεως και ονομασίας τους», όπως ο ίδιος είχε υπογραμμίσει: «Επιτραπήτω μέχρι της οριστικής διακρίσεως και ονομασίας των εν λόγω αγαλμάτων να καλώμεν αυτά συντομίας χάριν, κούρους».

«Οι άνδρες της διανοίας, οι αληθείς επιστήμονες, είναι οι τίτλοι της ευγενείας των εθνών» είχε υπογραμμίσει ο Γ. Οικονόμος αναφερόμενος στον Λεονάρδο (άρθρο στην «Αρχαιολογική Εφημερίδα», Τ. 66-67 1927-1928), ο οποίος ιδιαιτέρως ετίμησε την Ελλάδα, καθώς αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην έρευνα και την ανάδειξη της πνευματικής παρακαταθήκης, των πολιτισμικών θησαυρών της ελληνικής γης και προσέφερε λαμπρές υπηρεσίες στην επιστήμη.

«Τα έθνη εν τη αναγνωρίσει και εν τη τιμή την οποίαν αποτίνουσι προς τους πνευματικούς αυτών αριστείς, παρέχουσι τον γνώμονα της ιδίας αυτών ηθικής υποστάσεως. Μόνον έθνη καταπεπτωκότα ή αγροίκα είναι αδιάφορα προς την επιστημονικήν πρόοδον και ιδία προς τας ιστορικάς επιστήμας, θεωρούσι δε τους εκπροσώπους αυτών ως πολυτέλειαν ή παρασιτικά νεοπλάσματα. Τα ηθικώς προηγμένα έθνη περιέπουσι και γεραίρουσι τας διανοητικάς αυτών κορυφάς ως απαραιτήτους φάρους της εκπολιτιστικής αυτών πορείας. Εις την χορείαν των ανδρών τούτων, ανήκε και ο Βασίλειος Λεονάρδος».

{{-PCOUNT-}}12{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα