Ροκ συγκροτήματα και ραδιοπειρατές!

Η επιδημία που εξαπλώθηκε στην Ελλάδα από το 1965 έως τη Μεταπολίτευση, τότε που δεν υπήρχαν πολλά ωδεία

Από τον
Δημήτρη Καπράνο

Δεν ξέρω πώς ακριβώς δημιουργήθηκε αυτή η μόδα. Ξέρω, όμως, ότι από το 1965 έως και τη Μεταπολίτευση κάθε γειτονιά, σε κάθε πόλη της χώρας είχε το δικό της μουσικό συγκρότημα. Στις μεγάλες πόλεις δε κάθε Κυριακή πρωί είχαμε τα περίφημα «μουσικά πρωινά» σε θέατρα ή κινηματογράφους. Ηταν μάλλον μια ανάγκη της εποχής…

Η Ελλάδα δεν ήταν ακόμη η σημερινή χώρα με τα πολλά ωδεία, όπου μπορούν τα παιδιά, αλλά και μεγαλύτεροι να έλθουν σε στενή επαφή με τη μουσική. Το ταλέντο καθενός βρισκόταν μέσα του και εκδηλωνόταν με την αγορά από τους γονείς μιας κιθάρας ή ενός άλλου οργάνου. Λίγα ήταν τα παιδιά που πήγαιναν σε ωδεία ή είχαν την ευχέρεια να διδάσκονται μουσική στο σπίτι. Η έκρηξη, όμως, με τα μουσικά συγκροτήματα, που ξεφύτρωναν καθημερινά σαν τα μανιτάρια, άρχισε να μεταφράζεται σύντομα σε μουσικές σπουδές. Σιγά σιγά τα ωδεία απέκτησαν πελατεία και είδαμε καταχωρίσεις στον Τύπο, όπως «διδάσκεται ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο, ντραμς, αρμόνιο».

Είναι βέβαιο ότι το 90% των μουσικών ποπ και ροκ συγκροτημάτων της εποχής δεν γνώριζε να διαβάζει και να γράφει μουσική. Γι’ αυτό και όποιος «ήξερε νότες» γινόταν αυτομάτως ο αρχηγός του συγκροτήματος. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι ο αρχηγός του σπουδαιότερου τότε ελληνικού συγκροτήματος (The Forminx), του οποίου ο πατέρας ήταν καθηγητής Μουσικής, δεν έμαθε να διαβάζει νότες, αλλά κέρδισε μέχρι και Οσκαρ. Ηταν ο περίφημος Βαγγέλης Παπαθανασίου.

Μεγάλη συμβολή στην εξάπλωση της «επιδημίας» των συγκροτημάτων είχαν οι διοργανωτές των μουσικών εκδηλώσεων και οι λιγοστοί παραγωγοί του ραδιοφώνου, που ήταν τότε μόνο κρατικό. Και τότε έκανε την εμφάνισή του το πυρηνικό όπλο της ελληνικής ποπ και ροκ μουσικής. Ηταν οι περίφημοι «ερασιτεχνικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί». Με ρυθμούς πολυβόλου, η μπάντα των μεσαίων κυμάτων γέμισε ραδιοερασιτέχνες. Οι πιο πολλοί έπαιζαν ξένη μουσική και, βέβαια, αφιέρωναν πολύ χρόνο στα μουσικά συγκροτήματα της γειτονιάς τους. Τότε κανείς δεν μετρούσε ακροαματικότητες, αλλά από στόμα σε στόμα ξέραμε ότι ο Geronimo Groοvy ήταν ο δημοφιλέστερος.

Οταν με το δικό μας συγκρότημα αποφασίσαμε να φτιάξουμε ερασιτεχνικό σταθμό, προσφύγαμε στο ηλεκτρολογείο του Νικολάου Αρμάου, ενός ευσεβούς καθολικού χριστιανού, που ξαφνικά έμπλεξε, όπως έλεγε, με σατανάδες. Του καλάρεσε, όμως, και έτσι δημιουργήθηκε ο Πικασό Νάμπερ Του. Οι μεταδόσεις μας γίνονταν με βάρδιες μέσα από το εργαστήριο του Αρμάου, στην οδό Κονδύλη, στη Νίκαια. Φυσικά, δίναμε στον αέρα το τηλέφωνο και έπεφταν βροχή οι αφιερώσεις. Είχα την ευτυχία να σπουδάζουν δύο αδέλφια μου στην Αγγλία και μου έστελναν «εξπρές» ό,τι καινούργιο κυκλοφορούσε. Ετσι, ο σταθμός μας είχε την αποκλειστικότητα κυρίως στις επιτυχίες των Shadows. Ωσπου το 1968 εισέβαλε η Αστυνομία στο στούντιο του Αρμάου και μας συνέλαβε διότι παρενοχλούσαμε, όπως είπαν, τις συχνότητες των αεροπλάνων. Βεβαίως, αυτό ήταν δικαιολογία. Απλώς, κάποιος εγκέφαλος από τους πολλούς που διέθετε η χούντα θα είχε ενοχληθεί με τους γιεγιέδες.

Για να επιστρέψουμε, όμως, στα συγκροτήματα, οι πειρατικοί σταθμοί ήταν το κύριο μέσο διαφήμισής τους, όπως και τα μουσικά πρωινά του Μαστοράκη (στον Ορφέα και στο Μινώα), του Ηλία Καραμανέα (στο Ρεξ), του Γιώργου Καρατζαφέρη (στο Νεράιδα και το Κρυστάλ) και του Κίμωνα Αρέτα (στην Τερψιθέα, στον Πειραιά). Υπήρχαν, βέβαια, και κάποιες περιφερειακές εκδηλώσεις, αλλά οι εφημερίδες («Βραδυνή», «Μεσημβρινή», «Απογευματινή») ασχολούνταν μόνο με τα κεντρικά.

Στη «Βραδυνή», π.χ., κάθε Δευτέρα υπήρχε ολόκληρη σελίδα με το τι είχε γίνει την προηγούμενη ημέρα στο μουσικό πρωινό του Καραμανέα. Εκεί έπαιζαν τουλάχιστον 10 συγκροτήματα και ο κόσμος ψήφιζε το «σούπερ σπέσιαλ». Στα μουσικά πρωινά του Καραμανέα είχαμε εκλεγεί «σούπερ σπέσιαλ» και το ίδιο καλοκαίρι παίξαμε στη μεγάλη συναυλία στο Στάδιο Καραϊσκάκη, στην οποία εμφανίστηκαν «τα καλύτερα συγκροτήματα της χώρας», κατά την άποψη του διοργανωτή, φυσικά.

Θυμάμαι μια φορά, που ο Γιάννης, ο κιθαρίστας μας, έκλεισε μια συναυλία στην Κόρινθο. Αστειευόμενοι, λέγαμε μεταξύ μας «πού πάμε, ρε, να παίξουμε ροκ στους βλάχους;». Ε, λοιπόν, οι Κορίνθιοι όχι μόνο ήξεραν τους στίχους όλων των τραγουδιών, αλλά αποδείχθηκαν πιο ροκάδες και από τους Αθηναίους. Οταν δε το 1971 παίζαμε, για έναν μήνα καθημερινά, ροκ μουσική στο πάρκο του Αγρινίου, είχαμε κάθε βράδυ περισσότερους από 1.000 θεατές! Τότε το σχήμα μας ήταν πολύ δυνατό, με τον αξέχαστο Νίκο Μπέλο στο όργανο, τον Μάκη Φαναριώτη στα τύμπανα, τον Λάκη Λαζούρα στο μπάσο, τον Γιάννη Μπερμπεριάν στην κιθάρα και τον γράφοντος σε ρόλο «σόλο τραγουδιστή», καθώς «την είχα δει» τουλάχιστον Ελβις Πρίσλεϊ.

Τότε πληρωνόμασταν 400 δραχμές τη βραδιά, όταν ένας γιατρός έπαιρνε μισθό 4.000 δραχμές. Καταλαβαίνετε πόσο εύκολα ήταν τα χρήματα για μια καλή ορχήστρα. Ο κόσμος τότε διασκέδαζε με τα ροκ συγκροτήματα και του αρκούσε να πιει μια πορτοκαλάδα ή ένα βερμούτ.

{{-PCOUNT-}}17{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα