Αμάλ: Ο μουσικός επίλογος του 2018

Η πρώτη όπερα που γράφτηκε ειδικά για την τηλεόραση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του τηλεοπτικού εορτασμού των Χριστουγέννων στον αγγλόφωνο κόσμοΑπό τον
Γεώργιο Κύρκο – Τάγια*

Το απρόσμενα μικρό ακροατήριο της όπερας «Ο Αμάλ και οι Νυχτερινοί Επισκέπτες» του Ιταλοαμερικανού συνθέτη Τζαν Κάρλο Μενότι (1911-2007), στην ημισκηνοθετημένη παράσταση που παρακολούθησα στο Μέγαρο Μουσικής (21/12), δεν αντιμετώπισε πρόβλημα με τη γλώσσα. Η παράσταση δόθηκε στα ελληνικά, στην άρτια μετάφραση του λιμπρέτου από τον Γιώργο Πέτρου, και περιελάμβανε έξυπνες, κωμικές προσθήκες, όπως η αναφορά στα ονόματα του μαέστρου και των υπόλοιπων συντελεστών, στο σημείο όπου οι βοσκοί φθάνουν στο σπίτι του Αμάλ και της μητέρας του για να τους βοηθήσουν να φιλοξενήσουν τους τρεις Μάγους, και χαιρετούν ο ένας τον άλλον. Με δεδομένο ότι η ορχήστρα βρισκόταν πάνω στη σκηνή, το στοιχείο αυτό είχε κάποια βάση, αλλά συγχρόνως τόνισε την έλλειψη της πλήρους σκηνοθεσίας, που έγινε πιο αισθητή κατά το χορευτικό ιντερλούδιο και την αναχώρηση των βοσκών.

Τα κοστούμια, επίσης, και ειδικά εκείνα των Μάγων, μου θύμισαν σχολική εορτή και θα μπορούσαν να εκληφθούν ως μια παρερμηνεία του όρου «όπερα για παιδιά», που χρησιμοποίησε ο συνθέτης περιγράφοντας το έργο του. Διότι ο Αμάλ είναι παιδικός με την ίδια έννοια που είναι παιδικός και ο «Μαγεμένος Αυλός» του Μότσαρτ.

Η ευαίσθητη και ρυθμικά αιχμηρή διεύθυνση του Μάρκελλου Χρυσικόπουλου ενέπνευσε την Καμεράτα και το 12μελές φωνητικό σύνολο Voice Box, αν και στο τελικό χορωδιακό «Ηρθε η γλυκιά αυγή» τα λόγια δεν έγιναν κατανοητά. Από τους τραγουδιστές ξεχώρισα τον Χρήστο Κεχρή (Γασπάρ), παρότι, σύμφωνα με το λιμπρέτο που έχω υπόψη μου, ερμήνευσε μέρη που ανήκουν στον Μέλχιορ (π.χ. «Είδες κάποιο παιδί χρυσό σαν το στάχυ;»). Η Τζούλια Σουγλάκου υπήρξε μια σχετικά ήπια Μητέρα, ενώ η Θεοδώρα Μπάκα -εμφανισιακά και υποκριτικά πειστική στον ρόλο του Αμάλ-, δεν θα έπρεπε να τον έχει αναλάβει, καθώς οι οδηγίες του Μενότι ως προς αυτό είναι σαφέστατες: «Ο Αμάλ πρέπει πάντα να ερμηνεύεται από ένα αγόρι, καθώς ούτε η μουσική ούτε η δραματική ιδέα επιτρέπουν την αντικατάστασή του από μια γυναίκα ντυμένη ανδρικά». «Ο Αμάλ και οι νυχτερινοί επισκέπτες» είναι η πρώτη όπερα που γράφτηκε ειδικά για την τηλεόραση (1951), αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του τηλεοπτικού εορτασμού των Χριστουγέννων στον αγγλόφωνο κόσμο (όσο και τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» του Ντίκενς) και άξιζε να έχει προβληθεί περισσότερο.

Στην πραγματικότητα, τη χρονιά έκλεισε το εορταστικό γκαλά της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (30/12), το πρόγραμμα του οποίου ήταν ανάλογο της περίστασης – ένα ποτ πουρί από δημοφιλή κομμάτια από όπερες και οπερέτες (εισαγωγές, άριες και ντουέτα). Τα φωνητικά μέρη ερμηνεύτηκαν από τον βαρύτονο Τάση Χριστογιαννόπουλο και την υψίφωνο Βάσια Αλάτη – ο πρώτος, ιδιαίτερα εκφραστικός σε όλα όσα τραγούδησε, εντυπωσίασε με την άρια του Ζερμόν από τη β’ πράξη της όπερας «Η Τραβιάτα», κάθε λέξη της οποίας εγκέντρισε με νόημα και συναίσθημα. Παρά την υπερβολική, όμως, θεατρικότητά του στο ντουέτο του ρολογιού από τη «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους υιού, η νεαρή παρτενέρ του δεν κατάφερε να αποτινάξει την υποτονικότητα (ειδικά ως προς την έκφραση) που χαρακτήριζε την απόδοσή της στο ρεσιτάλ αυτό. Εχω την αίσθηση ότι αυτή η πολλά υποσχόμενη καλλιτέχνις θα πρέπει να είναι πιο επιλεκτική στις εμφανίσεις της και να αναλώνει τον χρόνο και τις προσπάθειές της σε μαθητεία και εμβάθυνση στους ρόλους – δηλαδή, στα μόνα στοιχεία που θα της εξασφαλίσουν την επιτυχία, την καταξίωση και την καλλιτεχνική μακροβιότητα.

Για μένα, η έκπληξη της βραδιάς υπήρξε η Κρατική Ορχήστρα, την οποία είχα πολύ καιρό να ακούσω να παίζει με τόσο καλή αίσθηση συνόλου και ευαίσθητη ανταπόκριση στον μαέστρο που τη διηύθυνε – κάτι το οποίο πρέπει να πιστωθεί σε μεγάλο βαθμό στον χαρισματικό Γιώργο Πέτρου. Γεγονός, πάντως, είναι ότι την πρώτη -και σχετικά μέτρια- συναυλία της ΚΟΑ μέσα στο νέο έτος (11/01) ακολούθησε, μία εβδομάδα αργότερα, μια σωστή -σε σύλληψη και εκτέλεση- ερμηνεία της «Συμφωνίας αρ 2, σε ντο ελάσσονα» του Γκούσταβ Μάλερ («Της Αναστάσεως»), υπό τη διεύθυνση του Στέφανου Τσιαλή (Μέγαρο Μουσικής, 18/01).

Ο έμπειρος μαέστρος ακολούθησε τις οδηγίες του συνθέτη, που ήθελε να υπάρχει ένα αρκετά μακρύ κενό ανάμεσα στο -εκτενές- πρώτο και το δεύτερο μέρος, αφήνοντας τη χορωδία να εισέλθει στη σκηνή στο διάστημα εκείνο. Ενδιαφέρον, επίσης, είχε το ότι χώρισε το έργο σε τρεις ενότητες, επιλέγοντας να παρουσιάσει τα τρία τελευταία μέρη του ως μια συνέχεια, χωρίς ευδιάκριτα κενά διαστήματα ανάμεσά τους, επιβεβαιώνοντας ότι οι συμφωνίες του Μάλερ, ακόμη και όταν δεν υπακούν πιστά στους κανόνες της φόρμας, αποτελούν πάντα τον κατάλληλο φορέα για τη μουσική ιδέα που ο συνθέτης επιθυμεί να μεταδώσει.

* Κριτικός μουσικής

{{-PCOUNT-}}12{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα