Διαγωνισμός διηγήματος για την Επανάσταση του 1821

Συγγραφέας ο Γεώργιος Γεράσιμος Μαντζιώκας

Ο Κωσταντίνος άνοιξε τα μάτια του αλλά δεν μπόρεσε να δει τίποτα. Το σκοτάδι που τον περιτριγύριζε ήταν μαύρο και πυκνό σαν την πίσσα. Μέσα σε τέτοια μαυρίλα νόμιζες πως δεν βρίσκεσαι σε κάποιο μέρος πάνω στη γη αλλά στον ζοφερό Κάτω Κόσμο των αρχαίων, παρέα με τις σκιές του παρελθόντος. Άλλες φορές ξυπνούσε και το μυαλό του ξεχνιόταν, νόμιζε πως βρισκόταν πάλι στη φυλακή των Ιωαννίνων και σε λίγο θα έμπαινε ο Αλβανός φύλακας βρίζοντας και κλοτσώντας. Υστερα όμως η αναταραχή της καρίνας, που συνάντησε εμπρός της ένα μικρό κύμα, του θύμιζε ότι βρισκόταν μέσα σε πλοίο.

Στο φιλόξενο αμπάρι του ελληνικού πλοίου βρίσκονταν ακόμα 17 άνθρωποι. Με παράκληση του ίδιου του Πατριάρχη είχαν δεχτεί οι αδερφοί Κουμπάρη να συμπεριλάβουν ακόμα έναν στη μικρή κιβωτό τους. Ο Γρηγόριος Ε’ έβλεπε πάντα μπροστά και ήθελε ο ιερέας και ιεροκήρυκας όλων των Ορθόδοξων Εκκλησιών, όπως είχε ο ίδιος ανακηρύξει τον Κωνσταντίνο, να σωθεί οπωσδήποτε από την τυφλή μανία των Τούρκων. Για το καλό του Γένους.

Όταν έμπαινε στο καράβι, ήξερε πως οι οιωνοί ήταν κάτι παραπάνω από δυσοίωνοι. Τα τελευταία νέα από το στρατόπεδο του Υψηλάντη ήταν απογοητευτικά. Οι Έλληνες στη Βλαχία υποχωρούσαν συνεχώς και οι ντόπιοι λαοί κώφευαν στις εκκλήσεις για κοινή αντίσταση ενάντια στον Τούρκο. Μονάχα η φλόγα που άναψε στον Μοριά φαινόταν να κρατάει, προς το παρόν.

Ο Κωνσταντίνος έκλεισε για λίγο τα μάτια του, δεν άντεχε άλλο αυτό το σκοτεινό αμπάρι. Φαντάστηκε πως βρίσκεται κάπου αλλού. Κάπου που είχε ζήσει ευτυχισμένα. Η Σμύρνη. Ω, τι όμορφη που ήτανε. Ο Κωνσταντίνος είχε κληθεί εκεί για να διδάξει φιλοσοφία και ρητορική στο περίφημο Φιλολογικό Γυμνάσιο.

Πολλές φορές ενθουσιασμένος έπιανε τον εαυτό του να έχει παρασυρθεί από τις φιλοσοφικές συζητήσεις. Όμως όλες αυτές οι αναζητήσεις και οι αντιλογίες συνέβαιναν στον κόσμο των ιδεών, μέσα σε χαρτιά λερωμένα από τις μουντζούρες της πένας. Από ανθρώπους γεννημένους μέσα σε μαρμαρόστρωτα σπίτια. Ανήκαν σε ανθρώπους που είχαν πατήσει το πόδι τους σε μέρη ελεύθερα.

Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος διέφερε από αυτούς. Εκείνος είχε κάνει τα πρώτα του βήματα πάνω στο θεσσαλικό χώμα της Τσαριτσάνης. Δεν φόρεσε ποτέ του φράγκικο φράκο, αλλά το ιερό πετραχήλι. Με αφορμή ένα επαναστατικό κίνημα ο Αλής Πασάς τον είχε ρίξει στη φυλακή των Ιωαννίνων. Το τούρκικο μαστίγιο είχε ακόμα πάνω το δικό του το αίμα. Οι αναμνήσεις δεν τον κράτησαν για πάρα πολύ. Η θύμηση της Σμύρνης ξεθώριασε και έδωσε γρήγορα τη θέση της στο κατασκότεινο αμπάρι. «Κάνε, Θεέ μου, να φτάσουμε γρήγορα στην Οδησσό. Είναι τόσα πράγματα που πρέπει να γίνουν».

Με το που το μικρό εμπορικό έπιασε το λιμάνι στην Οδησσό, ο Κωσταντίνος Οικονόμος κατέβηκε γρήγορα από το καράβι. Ήθελε να ενημερωθεί για τα γεγονότα, για όλα όσα είχαν συμβεί τις ημέρες που διαμεσολάβησαν. Η κατάσταση ήταν τραγικότερη από ό,τι περίμενε. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ είχε βρει μαρτυρικό θάνατο δι’ απαγχονισμού. Οι Τούρκοι είχαν πνίξει στα νερά του Βοσπόρου εκατοντάδες Έλληνες. Ο στρατός του Υψηλάντη είχε ηττηθεί ολοκληρωτικά και ο ίδιος είχε φυλακιστεί από τους Αυστριακούς. Μέχρι και οι Έλληνες Διαφωτιστές του εξωτερικού γύρισαν την πλάτη στον αγώνα και χαρακτήρισαν τον ξεσηκωμό «άκαιρο», «βιαστικό» και «καταδικασμένο», αρνούμενοι να προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια.

Δύο μέρες πέρασε κλεισμένος ο Οικονόμος σε ένα μικρό δωμάτιο της Οδησσού απαρηγόρητος, η Επανάσταση έμοιαζε καταδικασμένη.

Ξαφνικά ο δρόμος έξω από το σπίτι του Κωσταντίνου γέμισε από κόσμο. Ο Κωνσταντίνος βγήκε έξω στον δρόμο και ενώθηκε με το πλήθος της αυθόρμητης λιτανείας. Ηταν όλοι οι Ελληνες της Οδησσού που κατευθύνονταν στην προβλήτα. Εκεί, μέσα σε ένα κεφαλλονίτικο πλοίο, πατριώτες είχαν φέρει το άγιο λείψανο του Πατριάρχη. Οι Αγαρηνοί το είχαν δέσει σε μυλόπετρα και το είχαν ρίξει μέσα στα παγωμένα νερά του Βοσπόρου. Όμως, το Λείψανο δεν κατέληξε στον πάτο της θάλασσας. Το σκοινί κόπηκε ως εκ θαύματος και το σώμα ανέβηκε στην επιφάνεια της θάλασσας, από όπου το μάζεψε πλοίο ελληνικό.

Η ψυχή του συγκλονίστηκε μπροστά στο θείο μήνυμα. Δεν έπρεπε να τα παρατήσει. Ακόμα και μόνος του έπρεπε να συνεχίσει να μάχεται.

Ο Κωνσταντίνος ανέβηκε πάνω στο πλοίο, ασπάστηκε το κούτελο του Πατριάρχη και αποχώρησε. Την επόμενη μέρα εκφώνησε τον ιστορικό επιτάφιο λόγο για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’. Η επίδρασή του ήταν τόσο μεγάλη, που αμέσως ολόκληρη η ομογένεια της Οδησσού κατέθεσε ένα μεγάλο ποσό για τη στήριξη του αγώνα, το ίδιο έκαναν και αρκετοί Ρώσοι. Η ομιλία αυτή μεταφράστηκε και διακινήθηκε και σε μη Έλληνες. Ηταν το πρώτο γραπτό κείμενο που διακινήθηκε στην Ευρώπη και υπερασπιζόταν την Ελληνική Επανάσταση απέναντι στις συκοφαντίες που ακούγονταν εναντίον της.

{{-PCOUNT-}}13{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα